-
1 Ἡφαιστότευκτος
Ἡφαιστό-τευκτος, ον,A wrought by Hephaestus, , cf. Simon.202A, D.L.1.32:—also [suff] Ἡφαιστο-τευχής, ές, δέπας A.Fr.69
(lyr., leg. Ἡφαιστοτῠκές).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἡφαιστότευκτος
См. также в других словарях:
ηφαιστοτευχής — ἡφαιστοτευχής και διαφ. γρ. ἡφαιστοτυκής, ές (Α) ηφαιστόπονος, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («ἡφαιστοτευχές δέπας», Αισχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + τευχής (< τεύχος), πρβλ. νεο τευχής] … Dictionary of Greek