-
1 Ηφαιστοπόνων
-
2 Ἡφαιστοπόνων
См. также в других словарях:
Ἡφαιστοπόνων — Ἡφαιστόπονος wrought by Hephaestus masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηφαιστόπονος — ἡφαιστόπονος, ον (Α) κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («χρυσέων ὅπλων ἡφαιστοπόνων», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + πόνος «κόπος»] … Dictionary of Greek