-
1 Ηρακλείως
Ἡράκλειοςof Heracles: adverbialἩράκλειοςof Heracles: masc acc pl (doric)Ἡράκλειοςof Heracles: adverbialἩράκλειοςof Heracles: masc /fem acc pl (doric) -
2 Ἡρακλείως
Ἡράκλειοςof Heracles: adverbialἩράκλειοςof Heracles: masc acc pl (doric)Ἡράκλειοςof Heracles: adverbialἩράκλειοςof Heracles: masc /fem acc pl (doric)
См. также в других словарях:
Ἡρακλείως — Ἡράκλειος of Heracles adverbial Ἡράκλειος of Heracles masc acc pl (doric) Ἡράκλειος of Heracles adverbial Ἡράκλειος of Heracles masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek