Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἡρακλείδη

См. также в других словарях:

  • Ἡρακλείδη — Ἡρακλεΐδη , Ἡρακλέης like Heracles masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡρακλείδῃ — Ἡρακλεΐδῃ , Ἡρακλέης like Heracles masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρεσφόντης ή Κρεοφόντης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ηρακλείδη Αριστόμαχου, εγγονός του Κλεοδαίου και δισέγγονος του Ύλλου, ένας από τους Δωριείς κατακτητές της Πελοποννήσου. Σύμφωνα με την παράδοση, μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου και αφού οι Δωριείς διένειμαν… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αντίμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κολοφώνιος (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Επικός και ελεγειακός ποιητής. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι λιγοστές και ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος τοποθετεί την ακμή του γύρω στο 404 π.Χ. Ακολουθώντας την ομηρική επική… …   Dictionary of Greek

  • αντιδημοκρατικός — ή, ό αντίθετος προς τη δημοκρατία, εχθρός του δημοκρατικού πολιτεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δημοκρατικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Κ. Ηρακλείδη] …   Dictionary of Greek

  • εξακριβωτικός — ή, ό ο χρήσιμος ή κατάλληλος για εξακρίβωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται το 1840 στον Κωνστ. Ηρακλείδη] …   Dictionary of Greek

  • ευρυσθενής — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους γιους του Αιγύπτου, που σκοτώθηκε από τη Δαναΐδα σύζυγό του, Μνήστρα. 2. Ένας από τους επτά Αθηναίους νέους που διασώθηκαν από τον Θησέα, μετά τον φόνο του Μινώταυρου. 3. Γιος του Ηρακλείδη Αριστόδημου …   Dictionary of Greek

  • ιδεαλισμός — Φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ο ι. αντιτίθεται στον υλισμό, καθώς τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»