Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἡρακλείαι

  • 1 Ηρακλειαι

        στῆλαι, дор. Ἡράκλειαι στᾶλαι αἱ или Ἡράχλειαι κίονες αἱ Her. = Ἡράκλειοι ὄροι

    Древнегреческо-русский словарь > Ηρακλειαι

  • 2 Ηρακλείαι

    Ἡρακλείᾱͅ, Ἡράκλειος
    of Heracles: fem dat sg (attic doric aeolic)
    Ἡρακλείᾱͅ, Ἡρακλεία
    fem dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Ηρακλείαι

  • 3 Ἡρακλείαι

    Ἡρακλείᾱͅ, Ἡράκλειος
    of Heracles: fem dat sg (attic doric aeolic)
    Ἡρακλείᾱͅ, Ἡρακλεία
    fem dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Ἡρακλείαι

  • 4 Ηράκλειαι

    Ἡράκλειος
    of Heracles: fem nom /voc pl
    Ἡρακλεία
    fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > Ηράκλειαι

  • 5 Ἡράκλειαι

    Ἡράκλειος
    of Heracles: fem nom /voc pl
    Ἡρακλεία
    fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > Ἡράκλειαι

  • 6 Ηράκλει'

    Ἡράκλεια, Ἡράκλειος
    of Heracles: neut nom /voc /acc pl
    Ἡράκλεια, Ἡράκλειος
    of Heracles: neut nom /voc /acc pl
    Ἡράκλειε, Ἡράκλειος
    of Heracles: masc voc sg
    Ἡράκλειε, Ἡράκλειος
    of Heracles: masc /fem voc sg
    Ἡράκλειαι, Ἡράκλειος
    of Heracles: fem nom /voc pl
    Ἡράκλεια, Ἡρακλεία
    fem nom /voc sg
    Ἡράκλειαι, Ἡρακλεία
    fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > Ηράκλει'

  • 7 Ἡράκλει'

    Ἡράκλεια, Ἡράκλειος
    of Heracles: neut nom /voc /acc pl
    Ἡράκλεια, Ἡράκλειος
    of Heracles: neut nom /voc /acc pl
    Ἡράκλειε, Ἡράκλειος
    of Heracles: masc voc sg
    Ἡράκλειε, Ἡράκλειος
    of Heracles: masc /fem voc sg
    Ἡράκλειαι, Ἡράκλειος
    of Heracles: fem nom /voc pl
    Ἡράκλεια, Ἡρακλεία
    fem nom /voc sg
    Ἡράκλειαι, Ἡρακλεία
    fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > Ἡράκλει'

См. также в других словарях:

  • Ἡρακλείαι — Ἡρακλείᾱͅ , Ἡράκλειος of Heracles fem dat sg (attic doric aeolic) Ἡρακλείᾱͅ , Ἡρακλεία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡράκλειαι — Ἡράκλειος of Heracles fem nom/voc pl Ἡρακλεία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡράκλει' — Ἡράκλεια , Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc pl Ἡράκλεια , Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc pl Ἡράκλειε , Ἡράκλειος of Heracles masc voc sg Ἡράκλειε , Ἡράκλειος of Heracles masc/fem voc sg Ἡράκλειαι , Ἡράκλειος of Heracles fem nom/voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»