-
1 Ηρακλειαι
-
2 Ηρακλείαι
Ἡρακλείᾱͅ, Ἡράκλειοςof Heracles: fem dat sg (attic doric aeolic)Ἡρακλείᾱͅ, Ἡρακλείαfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 Ἡρακλείαι
Ἡρακλείᾱͅ, Ἡράκλειοςof Heracles: fem dat sg (attic doric aeolic)Ἡρακλείᾱͅ, Ἡρακλείαfem dat sg (attic doric aeolic) -
4 Ηράκλειαι
-
5 Ἡράκλειαι
-
6 Ηράκλει'
Ἡράκλεια, Ἡράκλειοςof Heracles: neut nom /voc /acc plἩράκλεια, Ἡράκλειοςof Heracles: neut nom /voc /acc plἩράκλειε, Ἡράκλειοςof Heracles: masc voc sgἩράκλειε, Ἡράκλειοςof Heracles: masc /fem voc sgἩράκλειαι, Ἡράκλειοςof Heracles: fem nom /voc plἩράκλεια, Ἡρακλείαfem nom /voc sgἩράκλειαι, Ἡρακλείαfem nom /voc pl -
7 Ἡράκλει'
Ἡράκλεια, Ἡράκλειοςof Heracles: neut nom /voc /acc plἩράκλεια, Ἡράκλειοςof Heracles: neut nom /voc /acc plἩράκλειε, Ἡράκλειοςof Heracles: masc voc sgἩράκλειε, Ἡράκλειοςof Heracles: masc /fem voc sgἩράκλειαι, Ἡράκλειοςof Heracles: fem nom /voc plἩράκλεια, Ἡρακλείαfem nom /voc sgἩράκλειαι, Ἡρακλείαfem nom /voc pl
См. также в других словарях:
Ἡρακλείαι — Ἡρακλείᾱͅ , Ἡράκλειος of Heracles fem dat sg (attic doric aeolic) Ἡρακλείᾱͅ , Ἡρακλεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡράκλειαι — Ἡράκλειος of Heracles fem nom/voc pl Ἡρακλεία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡράκλει' — Ἡράκλεια , Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc pl Ἡράκλεια , Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc pl Ἡράκλειε , Ἡράκλειος of Heracles masc voc sg Ἡράκλειε , Ἡράκλειος of Heracles masc/fem voc sg Ἡράκλειαι , Ἡράκλειος of Heracles fem nom/voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek