-
1 Ηλιάδου
-
2 Ἡλιάδου
См. также в других словарях:
Ἡλιάδου — Ἡλιάδης child of the Sun masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηλιάδης, Μανασσής — (Μελένικο, Μακεδονία 1730; – Βιέννη 1805).Λόγιος κληρικός, ιατροφιλόσοφος και εισηγητής της πειραματικής διδασκαλίας της φυσικής και της χημείας στην ελληνική Ανατολή. Σπούδασε αρχικά στην ελληνική Ακαδημία του Βουκουρεστίου κοντά στον περιώνυμο… … Dictionary of Greek