-
1 Ηλιοστιβείς
Ἡλιοστιβήςsun-trodden: masc /fem acc plἩλιοστιβήςsun-trodden: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 Ἡλιοστιβεῖς
Ἡλιοστιβήςsun-trodden: masc /fem acc plἩλιοστιβήςsun-trodden: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
3 ηλιοστιβείς
ἡλιοστιβήςsun-trodden: masc /fem acc plἡλιοστιβήςsun-trodden: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
4 ἡλιοστιβεῖς
ἡλιοστιβήςsun-trodden: masc /fem acc plἡλιοστιβήςsun-trodden: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
Ἡλιοστιβεῖς — Ἡλιοστιβής sun trodden masc/fem acc pl Ἡλιοστιβής sun trodden masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιοστιβεῖς — ἡλιοστιβής sun trodden masc/fem acc pl ἡλιοστιβής sun trodden masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιοστιβής — ἡλιοστιβής, ές (Α) αυτός που πατιέται από το άρμα τού ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τής ρίζας… … Dictionary of Greek