-
1 Ηριδανοίο
-
2 Ἠριδανοῖο
См. также в других словарях:
Ἠριδανοῖο — Ἠριδανός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 Ηριδανοίο
2 Ἠριδανοῖο
Ἠριδανοῖο — Ἠριδανός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)