Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἠπειρώτῃ

См. также в других словарях:

  • Ἠπειρώτῃ — Ἠπειρώτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρώτῃ — ἠπειρώτης landsman masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελληνική Νομαρχία — Τίτλος του ωριμότερου, ίσως, πολιτικού δοκιμίου που προσέφερε ο ελληνικός Διαφωτισμός. Εκδόθηκε ανώνυμα το 1806, σε κάποια πόλη της Ιταλίας ή στο Άμστερνταμ. Ο πλήρης τίτλος του, ενδεικτικός του περιεχομένου και του ύφους του βιβλίου, είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • πάπας — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… …   Dictionary of Greek

  • παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… …   Dictionary of Greek

  • Αλβάνα-Μηνιάτη, Μαργαρίτα — (Κέρκυρα 1821 – Λιβόρνο 1887). Συγγραφέας. Θεωρείται από τις σημαντικότερες Ελληνίδες λόγιες και συγγραφείς του 19ου αι. Η πνευματική της ακτινοβολία και η ευγένεια του χαρακτήρα της την ανέδειξαν σε ηγερία μιας πλειάδας λογοτεχνών και… …   Dictionary of Greek

  • Βαρδάνης, Γεώργιος — (Αθήνα τέλη 12ου–μέσα 13ου αι.). Λόγιος ιεράρχης της εποχής της φραγκοκρατίας, γνωστός με το όνομα Αττικός. Ήταν γιος ενός Ηπειρώτη και υπήρξε μαθητής του Μιχαήλ Χωνιάτη. Όταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός κατέλαβε την Αθήνα, κατέφυγε στα Γρεβενά.… …   Dictionary of Greek

  • Γηρομερίου, μονή — Παλαιό μοναστικό κέντρο της Ηπείρου, βόρεια των Φιλιατών, στην πλαγιά δυσπρόσιτης χαράδρας του Φαρμακοβουνίου. Την ίδρυσε στις αρχές του 13ου αι. ο όσιος Νείλος, ο λεγόμενος Ιεριχιώτης, Βυζαντινός ευπατρίδης –της οικογένειας των Λασκάρεων– που… …   Dictionary of Greek

  • δροσουλίτες — Φαινόμενο αντικατοπτρισμού που παρουσιάζεται κατά τις θερμές ημέρες του Μαΐου και του Ιουνίου στην πεδιάδα του Φραγκοκάστελου της Κρήτης, η οποία εκτείνεται Α της Χώρας Σφακίων. Συγκεκριμένα, όταν στην περιοχή αυτή επικρατούν συνθήκες απόλυτης… …   Dictionary of Greek

  • Έδεσσα — I Πόλη (υψόμ. 320 μ., 18.253 κάτ.) της κεντρικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Πέλλης και έδρα του ομώνυμου δήμου. Είναι χτισμένη στον αυχένα που ενώνει τα όρη Βέρμιο και Βόρας και στην αρχή μιας εύφορης εκτεταμένης πεδιάδας, μέσα στην οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»