-
1 Ηπειρώταιν
-
2 Ἠπειρώταιν
-
3 ηπειρώταιν
-
4 ἠπειρώταιν
См. также в других словарях:
Ἠπειρώταιν — Ἠπειρώτης masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρώταιν — ἠπειρώτης landsman masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)