Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἧς)+κατηρεφεῖς+δόμοι

  • 1 κατηρεφής

    A covered over, vaulted, overhanging,

    σπέος εὺρὺ κ. Od.13.349

    ;

    κλισίας τε κ. Il.18.589

    ;

    ἐν σμήνεσσι κ. μέλισσαι Hes.Th. 594

    ;

    μέγα κῦμα.. κ. Od.5.367

    : c. dat., σπέος δάφνῃσι κ. shaded by, embowered in them, 9.183;

    δώματα πέτρῃσι κ. Hes.Th. 778

    ; so in Trag., κ. πέτρος, of a cave, S.Ph. 272;

    ἐν κ. στέγῃ χθονός Id.El. 381

    ;

    κ. τύμβος Id.Ant. 885

    ;

    κ. αὐτῇ τῇ πέτρᾳ Pl.Criti. 116b

    ; of trees, thick-leaved, Theoc.7.9; κ. πόδα τιθέναι keep the foot covered, of Pallas seated, when the robe falls over her feet, opp. ὀρθὸν πόδα τ., A.Eu. 294.
    2 c. gen.,

    στέγην, ἧς κατηρεφεῖς δόμοι E.Hipp. 468

    ; τράπεζαι κ. παντοίων ἀγαθῶν covered with, full of, Anacr.121.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατηρεφής

См. также в других словарях:

  • κατηρεφής — κατηρεφής, ές (Α) 1. καλά στεγασμένος, σκεπασμένος, καλυμμένος («σπέος... δάφνῃσι κατηρεφές», Ομ. Οδ.) 2. θολωτός, κυρτός (α. «εὕδοντ ἐν κατηρεφεῑ πέτρῳ», Σοφ. β. «στέγην γὰρ ἧς κατηρεφεῑς δόμοι», Ευρ.) 3. (για δέντρα) αυτός που έχει πυκνό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»