-
1 ήος
-
2 ἧος
-
3 ἧος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἧος
-
4 ἔωρτο
A v. ἀείρω. [full] ἕως (A) ἡ, [dialect] Att. form of the [dialect] Ion. ἠώς (q. v.).------------------------------------ἕως (B), [dialect] Ep. [full] εἵως, [full] ἧος (v. sub fin.), [dialect] Dor. [full] ἇς, [dialect] Aeol. [full] ἆς (qq.v.), [dialect] Boeot. [full] ἇς IG7.3303, al., and [full] ἅως ib.2228, 3315.A Relat. Particle, expressing the point of Time up to which an action goes, with reference to the end of the action, until, till; or to its continuance, while:I until, till,1 with Ind., of a fact in past time,θῦνε διὰ προμάχων, ἧος φίλον ὤλεσε θυμόν Il.11.342
, cf. Od.5.123;ἕ. ἀπώλεσέν τε καὐτὸς ἐξαπώλετο S.Fr. 236
, cf. A.Pers. 428, Pl.Chrm. 155c, etc.; forπρίν, μὴ πρότερον ἀπελθεῖν ἕως ἀποκατέστησε τὰ πράγματα D.S.27.4
: with [tense] impf. with ἄν in apodosi, of an unaccomplished action, ἡδέως ἂν Καλλικλεῖ διελεγόμην, ἕ. ἀπέδωκα I would have gone on conversing till I had.., Pl.Grg. 506b, cf.Cra. 396c.2 ἕ. ἄν or κε with Subj. (mostly of [tense] aor.), of an event at an uncertain future time, μαχήσομαι.. ἧός κε τέλος πολέμοιο κιχείω till I find, Il.3.291, cf. 24.183, A.Pr. 810, etc.: ἄν is sts. omitted in Trag.,ἕ. μάθῃς S.Aj. 555
;ἕ. κληθῇ Id.Tr. 148
;ἕ. ἀνῇ τὸ πῆμα Id.Ph. 764
: so freq. in later Gr., UPZ18.10 (ii B. C.), PGrenf. 2.38.16 (i B. C.), Ev.Marc.14.32, Vett. Val.68.18, etc.;ἕ. οὗ γένηται Gem.8.32
.3 ἕ. with Opt. (mostly of [tense] aor.), relating to an event future in relation to past time, ὦρσε.. Βορέην, ἧος ὃ Φαιήκεσσι.. μιγείη caused it to blow, till he should reach.., Od.5.386, cf. 9.376, Ar.Ra. 766, Pl.Phd. 59d;ἕως δέοι βοηθεῖν Th.3.102
, cf.Lys.13.25: ἄν or κε is added to the Opt. (not to ἕως), if the event is represented as conditional, ἕ. κ' ἀπὸ πάντα δοθείη till (if possible) all things should be given back, Od.2.78;οὐκ [ἂν] ἀποκρίναιο, ἕ. ἂν σκέψαιο Pl.Phd. 101d
, cf. S.Tr. 687 codd., Isoc.17.15, IG22.1328 (ii B.C.).b in orat. obliq.,ἔδωκεν.. ἕ. ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην D.27.5
.c by assimilation to an opt. withἄν, [λόγον] ἂν διδοίης ἕ. ἔλθοις Pl.Phd. 101d
.4 c. subj. or opt., expressing purpose, in order that, Od.4.800, 6.80, 19.367;πορεύου εἰς Διονυσιάδα.. ἕως τὸν ἐκεῖ ἐλαιῶνα ποτίσῃς PFay.118.12
(ii A. D.); σπούδασον ἕως οὗ ἀγοράσῃ κτλ. POxy.113.25 (ii A. D.); χρυσίον ἐδανισάμην ἕως ὅτε δυνηθῶ ἀγοράσαι ib.130.13 (vi A. D.).5 with Inf. in orat. obliq.,ἐντειλάμενος διεκπλέειν ἕ... ἀπικνέεσθαι Hdt.4.42
: otherwise only in later Gr.,ἕ. ἐλθεῖν ἐς.. LXX Ge.10.19
, cf. PLond. 1.131r251 (i A. D.), D.H.9.4 (v.l.), Anon. ap. Suid.s.v. ἰλυσπώμενον.6 with Advbs. of Time and Place, ἕ. ὅτε till the time when, c. ind., v.l. for ἔστε in X.Cyr.5.1.25; ἕ. οὗ, f.l. for ἐς οὗ, Hdt.2.143: freq. in later Gr., Gem.l.c., Ev.Matt.1.25, etc.; ἕ. ὅτου ib.5.25, etc.; ἕ. πότε; how long? ib.17.17, Ev.Jo.10.24;ἕ. τότε LXX Ne.2.16
; ἕ. ὀψέ till late, f.l.for ἐς ὀψέ, Th.3.108;ἕ. ἄρτι 1 Ep.Jo.2.9
; ἕ. ὧδε as far as this place, Ev.Luc.23.5.b with Preps., of Time,ἕ. πρὸς καλὸν ἑῷον ἀστέρα AP5.200
; of Place,ἕ. εἰς τὸν χάρακα Plb.1.11.14
;ἕ. πρὸς τὸν Καύκασον D.S.2.43
;ἕ. ἐπὶ τὴν θάλασσαν Act.Ap.17.14
.II as Prep.,1 of Time, c. gen., until, ἕως τοῦ ἀποτεῖσαι until he has made payment, Lexap.Aeschin.1.42, cf. LXX Ge.3.19, etc.;ἕ. τελειώσεως Epicur.Ep. 2p.38U.
;ἕ. ὡρισμένων χρόνων Phld.D.1.7
; ἕ. τινός for a time, Parth. 9.2, etc.;ἕ. τοῦ νῦν Ev.Matt.24.21
; ἕ. Ἰωάννου ib.11.13.b of Place,ἕ. τοῦ γενέσθαι..
up to the point where..Arist.
PA 668b2, cf. HA 630b27, Plb.9.36.1; as far as,ἕ. Σάρδεων Ath.Mitt.44.25
(Samos, iii B.C.);ἕ. τοῦ Ἀρσινοΐτου νομοῦ PTeb.33.5
(ii B.C.);ἕ. Φοινίκης Act.Ap.11.19
: so c. gen. pers.,ἦλθον ἕ. αὐτοῦ Ev.Luc.4.42
, cf. LXX 4 Ki. 4.22.c of Number or Degree, ἕ. τριῶν πλοίων Docum. ap. D.18.106;διδόναι ἕ. ταλάντων ἑκατόν LXX 1 Es.8.19(21)
; οὐκ ἔστιν ἕ. ἑνός ib.Ps. 13.3;οὐκ ἔχομεν ἕ. τῆς τροφῆς τῶν κτηνῶν PTeb.56.7
(ii B.C.);ἐᾶτε ἕ. τούτου Ev.Luc.22.51
;μαχοῦμαι ἕ. ζωῆς καὶ θανάτου OGI266.29
(Pergam., iii B.C.);ἕ. μέθης Corn.ND30
.2 rarely c. acc.,ἕ. πρωΐ LXX Jd.19.25
;ἕ. μεσημβρίαν PLond.1.131r346
, 515 (i A.D.); ἕ. τὸ βωμῷ down to the word " βωμῷ", Sch.Pi.O.6.111.III while, so long as, c. ind.,ἧος ἐνὶ Τροίῃ πολεμίζομεν Od.13.315
, cf.17.358, 390;ἕ. δ' ἔτ' ἔμφρων εἰμί A.Ch. 1026
, cf. Pers. 710 (troch.); ἕ. ἔτι ἐλπὶς [ἦν] Th.8.40;ἕ. ἔτινέος εἶ Pl.Prm. 135d
: in this sense answered in apodosi by τῆος, Od.4.90, Il.20.41; by τόφρα, Od.12.327, Il.18.15; by τόφρα δέ, 10.507; by δέ alone, 1.193, Od.4.120 codd.b ἕ. ἄν c.subj., when the whole action is future,οὔ μοι.. ἐλπίς, ἕ. ἂν αἴθῃ πῦρ A.Ag. 1435
;λέγειν τε χρὴ καὶ ἐρωτᾶν, ἕως ἂν ἐῶσιν Pl.Phd. 85b
;οὐδὲν ἔστ' αὐτῷ βεβαίως ἔχειν ἕ. ἂν ὑμεῖς δημοκρατῆσθε D.10.13
.c ἕως c. opt. in a Conditional relative clause,φήσομεν μηδὲν ἂν μεῖζον μηδὲ ἔλαττον γενέσθαι ἕ. ἴσον εἴη αὐτὸ ἐαυτῷ Pl.Tht. 155a
.B in Hom. sts. Demonstr.,= τέως, for a time,ἧος μὲν.. ὄρνυον· αὐτὰρ ἐπεὶ.. Il.12.141
;ἧος μὲν ἀπείλει.. · ἀλλ' ὅτε δὴ.. 13.143
, cf. 17.727, 730, Od.2.148;ἧος μὲν.. ἕποντο.. αὐτὰρ ἐπεὶ.. Il.15.277
; all that time, Od.3.126, cf. Hdt.8.74. ( ἕως, as iambus, only once in Hom., Od.2.78; as a monosyll., Il.17.727, dub.l. in Od.2.148; when the first syllable is to be long codd. Hom. have εἵως or ἕως (never εἷος or ἧος, Ludwich WkP1890.512, exc. ειος v.l. (PFay. 160 ) in Il.20.41), 3.291, 11.342, al.; εἵως (or ἕως) is found even when the metre requires a trochee, 1.193, al.; comparison of [dialect] Dor. ἇς (from Αος ) with [dialect] Att.-[dialect] Ion. ἕως points to early [dialect] Ion. Ηος (cf. Skt. yāvat 'as great as, as long as, until') and this should prob. be restored in Hom.; cf. τέως.) -
5 αλιευς
I(ἐρέται Hom.; βάτραχος Arst.)
II- έως, ион. ῆος ὅ1) мореход, моряк Hom.2) рыболов, рыбак Hom., Soph., Hes., Plat.3) «рыболов» ( род хищной рыбы) Plut. -
6 ουρευς
-
7 Πανοπευς
III -
8 βασιλεύς
βασιλεύς, ὁ, βασιλέως, ion. ῆος, acc. βασιλῆ Orak. bei Her. 7, 220 (von βαίνω-λαός, Herzog), 1) König, Fürst. Hom. behandelt das Wort öfters als adjectiv., indem er nicht nur βασιλεὺς ἀνήρ verbindet, Iliad. 3, 170, und βασιλεὺς ἄναξ, Odyss. 20, 194, sondern auch einen comparat. βασιλεύτερος bildet und einen superlat. βασιλεύτατος: Iliad. 9, 69 Ἀτρείδη, σὺ μὲνἄρχε· σὺ γὰρ βασιλεύτατός ἐσσι; vgl. Hesiod. bei Plutarch. Thes. 16; Iliad. 9, 160 καί μοι ὑποστήτω, ὅσσον βασιλεύτερός εἰμι; 9, 392 ὁ δ' Ἀχαιῶν ἄλλον ἑλέσϑω, ὅς τις οι τ' ἐπέοικε καὶ ὃς βασιλεύτερός ἐστιν; 10, 239 μηδὲ σύ γ' αἰδόμενος σῇσι φρεσὶ τὸν μὲν ἀρείω καλλείπειν, σὺ δὲ χείρον' ὀπάσσεαι αἰδοῖ εἴκων, ἐς γενεὴν ὁρόων, μηδ' εἰ βασιλεύτερός ἐστιν; Odyss. 15, 533 ὑμετέρου δ' οὐκ ἒστι γένος βασιλεύτερον ἄλλο ἐν δήμῳ Ἰϑάκης, ἀλλ' ὑμε'ς καρτεροὶ αἰεί Der positiv. βασιλεύς bezeichnet bei Hom. vorzugsweise den, welchen allein man auf Deutsch »den König« nennen würde, d. h. den ersten unter den Häuptlingen u. Großen eines Landes, den Oberkönig; Iliad. 2, 205 οὐ μέν πως πάντες βασιλεύσομεν ἐνϑάδ' Ἀχαιοί οὐκ ἀγαϑὸν πολυκοιρανίη· εἷς κοίρανος ἔστω, εἷς βασιλεύς, ᾡ ἔδωκε Κρόνου παῖς ἀγκυλομήτεω; 1, 277 sagt Nestor, vom Agamemnon redend, zum Achilleus μήτε σύ, Πηλείδη, ἔϑελ' ἐριζέμεναι βασιλῆι ἀντιβίην, ἐπεὶ οὔ ποϑ' ὁμοίης ἔμμορε τιμῆς σκηπτοῠχος βασιλεύς, ᾡ τε.Ζεὺς κῦδος ἔδωκεν. Aber das Wort bezeichnet auch die Söhne des wirklichen Königs, ferner die Vornehmen aus anderen Geschlechtern, welche Antheil an der Regierung haben, u. endlich die Söhne dieser Großen: Iliad. 4, 96 πᾶσι δέ κε Τρώεσσι χάριν καὶ κῠδος ἄροιο, ἐκ πάντων δὲ μάλιστα Ἀλεξάνδρῳ βασιλῆι; Odyss. 8. 390 sagt Alkinoos δώδεκα γὰρ κατὰ δῆμον ἀριπρεπέες βασιλῆες ἀρχοὶ κραίνουσι, τρισκαιδέκατος δ' ἐγὼ αὐτός; vgl. 6, 54 τῷ δὲ (dem Alkinoos) ϑύραζε ἐρχομένῳ ξύμβλητο μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας ἐς βουλήν, ἵνα μιν κάλεον Φαίηκες ἀγαυοί; u. von denselben 7, 49 δήεις δὲ διοτρεφέας βασιλῆας δαίτην δαινυμένους; Odyss. 18, 64 sagt Telemachos ξεινοδόκος μὲν ἐγών, ἐπὶ δ' αἰνεῖτον βασιλῆες, Ἀντίνοός τε καὶ Εὐρύμαχος, vielleicht in dem Sinne gesagt wie Odyss. 4, 629. 21, 187 Antinoos u. Eurymachos ἀρχοὶ μνηστήρων heißen; Ἀντίνοον βασιλῆα Odyss. 24, 179; Odyss. 1, 386 sagt Antinoos zum Telemachos μή σέ γ' ἐν Ἰϑάκῃ βασιλῆα Κρονίων ποιήσειεν, ὅ τοι γενεῇ πατρώιόν ἐστιν, worauf Telemachos unter Anderm vs. 392 ff erwidert οὐ μὲν γάρ τι κακον βασιλευέμεν· αἶψά τέ οἱ δῶ ἀφνειὸν πέλεται καὶ τιμηέστερος αὐτός. ἀλλ' ἤτοι βασιλῆες Ἀχαιῶν εἰσὶ καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἐν Ἰϑάκῃ, νέοι ἠδὲ παλαιοί, τῶν κέν τις τόδ' ἔχῃσιν, ἐπεὶ ϑάνε δῖος Ὀδυσσεύς. Vgl. hiermit Iliad. 20, 84 Αἰνεία Τρώων βουληφόρε, ποῠ τοι ἀπειλαί, ἃς Τρώων βασι λεῦσιν ὑπίσχεο οἰνοποτάζων, Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίζειν, Scholl. Aristonic. βασιλεῖς δὲ καὶ τοὺς κατὰ μέρος ἄρχοντας λέγει· »δώδεκα γὰρ βασιλῆες ἀριπρεπέες κατὰ δῆμον (Od. 8, 390)«. Iliad. 18, 556 scheint βασιλεύς = Hausherr, Gutsbesitzer zu sein, Scholl. βασιλεύς: νῠν ὁ τοῦ χωρίου δεσπότης. Iliad. 2, 188 ὅν τινα μὲν βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη, Homerisch, βασιλῆα und ἔξοχον ἄνδρα stehn παραλλήλως, Beides bedeutet dasselbe; eben so Iliad. 9, 334 ἄλλα δ'ἀριστήεσσι δίδουγέρα καὶ βασιλεῦσιν. Der (wirkliche) König führt bei Hom. den Oberbefehl im Kriege, hat den Vorsitz in den Versammlungen, verrichtet die Opfer für das Volk u. ist oberster Richter, vgl. Hesiod. Op. 202. 248. 263; seine Würde ist in der Regel erblich, Odyss. 1, 386. Die Könige heißen διοτρεφέες, weil die königl. Würde von Zeus stammt, Iliad. 1, 279. 2, 205, und σκηπτοῠχοι, weil das σκῆπτρον Zeichen der königl. Würde ist, s. bes. Iliad. 2, 101; Odyss. 4, 63 ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων σκηπτούχων; Iliad. 1, 279 Odyss. 2, 231 σκηπτοῦχος βασιλεύς, Iliad. 2, 196 Odyss. 4. 44 διοτρεφέος βασιλῆος; Iliad. 1, 176 διοτρεφέων βασιλήων, 2, 86 σκηπτοῦχοι βασιλῆες; Odyss. 7, 49 διοτρεφέας βασιλῆας die dreizehn Fürsten der Phäaken; 8. 41 σκηπτοῦχοι βασιλῆες die zwölf Fürsten der Phäaken außer Alkinoos, von diesem selber so genannt. – Das Wort βασιλεύς findet sich bei den folgenden Autoren überall; Aeschyl. Pers. 5 ἄναξ Ξέρξης βασιλεύς, vgl. Hom. Odyss. 20, 194; auch die Tyrannen nannte man βασιλεῖς; Anruf an Götter, bes. Zeus; z. B. Aristoph. Nub. 2 ὦ Ζεῦ βασιλεῦ; vgl. Hesiod. Th. 886 Ζεὺς ϑεῶν βασιλεύς. Von den Perserkriegen an heißt, βασιλεύς schlechthin, meist ohne Artikel, auch ὁ μέγας β., ὁ ἄνω β. u. μέγας β., der Perserkönig, Thuc., Xen. u. Folgde; bei Sp. der römische Kaiser. – Bei den Athenern heißt der zweite Archon βασιλεύς, Antiph. 6, öfter, u. sonst bei Rednern, wie bei Plat. Theaet. 210 d, der die Aufsicht über den gesammten Gottesdienst u. die Leitung der Criminalprocesse hat. – 2) übertr., der Erste, Ausgezeichnetste seiner Art, οἰωνῶν Aesch. Ag. 113; bes. bei Sp., z. B. ἐν λόγοις Luc. rhet. praec. 11.
-
9 αδης
1) Гадес, Аид (сын Кроноса и Реи, брат Зевса и Посидона, властитель подземного царства); его эпитеты у Hom.καταχθόνιος «подземный», ἀναξ ἐνέρων и ἐνέροισιν ἀνάσσων «властелин обитателей подземного царства», πελώριος «чудовищный», στυγερός «страшный», πυλάρτης «хранитель (подземных) врат», κρατερὁς и ἴφθιμος «могущественный», κλυτόπωλος «обладатель замечательных коней», κυανοχαίτης «темногривый»;
2) царство Аида, подземное царство Hom., Pind., Luc.3) ад NT.4) кончина, смерть Pind.ᾅδης πόντιος Aesch. — смерть в море;
ταχὺς ᾅδης Eur. — скорая смерть5) могила Pind.τειχίζειν ᾅδην Anth. — устраивать могилу
-
10 αιγινομευς
-
11 Αιδωνευς
- έως, эп.-ион. ῆος, поэт. тж. έος ὅ Аидоней2) миф. царь молоссов в Эпире, муж Персефоны, отец Коры Plut. -
12 Αιθιοπευς
-
13 απερωευς
-
14 Αρης
- εως и εος, эп.-ион. ηος ὅ1) Арей или Арес (отождествл. с римск. Mars, сын Зевса и Геры, бог войны и воинских доблестей); его эпитеты у Hom.θοῦρος и θοός «стремительный, неистовый, яростный», ἀνδροφόνος и βροτολοιγός «человекоубийственный», ἀΐδηλος «разрушительный, истребляющий», τειχεσιπλήτης «сокрушитель стен», μιαίφονος «обагренный кровью», πελώριος «исполинский», οὖος «губительный», ῥινοτόρος «пронзающий щиты», ταλαύρινος «щитоносный», βριήπυος «рыкающий», ἀλλοπρόσαλλος «переменчивый», λαόσσοος «подстрекающий людей (к войне)», χρυσήνιος «блистающий золотом» и др.:
Ἄρεως ὄχθος Her. = Ἄρειος πάγος2) война, тж. сражение, битва Hom., Pind., Trag.3) воинственность, воинский дух(Ἄ. ἔνεστιν ἔν τινι Soph.)
4) войско(ὅ Μυρμιδόνων Ἄ. Eur.)
5) убийство(λιθόλευστος Ἄ. Soph.)
6) ранение, рана(Ἄ. ἀλεγεινός Hom.)
7) меч(βάψασθαι ἄρη ἐντὸς λαγόνων Anth.)
8) гибель, мор(Ἄ. ἄχαλκος ἀσπίδων Soph.)
9) планета Марс(ὅ ἀστέρ ὅ Ἄρεος Arst.)
-
15 αριστευς
I(ἀριστῆες Ἀχαιῶν Hom. и ἀνδρῶν Pind., Aesch.; στρατηγός Plut.)
IIὅ знатный гражданин, pl. знать Hom. -
16 Αφαρευς
1) один из греч. предводителей у стен Трои Hom.2) царь Мессины, отец Ида и Линкея Pind. -
17 Αχιλευς
-
18 Αχιλλευς
-
19 βασιλευς
I- έως, эп.-ион. ῆος и έος ὅ1) царь, властелин, повелитель, предводитель Hom.οἱ μεγάλοι βασιλῆς Soph. = οἱ Ἀτρεῖδαι;
ὅ μέγας β. Her. и ὅ ἄνω β. Xen., тж. (ὅ) β. Thuc., Arph., Xen., Dem. = ὅ τῶν Περσῶν β.2) царский сын, царевич Xen.5) (в Риме, после Августа) император NT.7) зоол. пчелиная матка, царица(τῶν μελιττῶν Arst.)
II- έως adj. царственный, могущественный(βασιλεύτερος καὴ προγένεστερος, σὺ γὰρ βασιλεύτατός ἐσσι Hom.)
-
20 Βορευς
См. также в других словарях:
ἧος — ἕως epic (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονής — ῆος, ὁ, Α (αρκαδικός τ.) βλ. φονεύς … Dictionary of Greek
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… … Wikipedia
ABARBAREA — una Naiadum, ex quâ Bucolion maximus natorum Laomedontis Aesepum genuit et Pedasium. Hom. Il. σ. Βῆ δὲ μετ᾿ Αἴσηπον καὶ Πήδατον, οὕς ποτε νύμφη Νηῒς Α᾿βαρβαρέη τέκ᾿ ἀμύμονς Βουκολίωνι Βουκολίων δ᾿ ἦν ἡὸς ἀγαυοῦ Λαομέδοντος, Πρεσβύτατος γενεῇ … Hofmann J. Lexicon universale
Αιθιοπεύς — Αἰθιοπεύς ( ῆος), ο (Α) ο Αιθίοπας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος Αἰθιοπεὺς πλάστηκε απο τον Καλλίμαχο με βάση τον ομηρικό ανώμαλο πληθ. Αἰθιοπῆες, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για λόγους μετρικούς στο τέλος στιχου τής Ιλιάδας (Α 423)] … Dictionary of Greek
Ερεχθεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αθήνας, διάδοχος του Κέκροπα, γιος του Ηφαίστου και της Γης. Είχε ανατραφεί στην Αθήνα και θεωρείτο ιδρυτής των Ελευσίνιων Μυστηρίων, της γιορτής των Παναθηναίων και εφευρέτης του τέθριππου άρματος. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Νηρεύς — ο (Α Νηρεύς, έως και ιων. ῆος) μυθ. θαλάσσιος θεός, γιος τού Πόντου και τής Γαίας και πατέρας τών Νηρηίδων αρχ. μετωνυμ. θάλασσα («Λίβυς Νηρεύς» το Λιβυκό πέλαγος, η Θάλασσα τής Λιβύης, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ονομασία Νηρεύς για τον… … Dictionary of Greek
Οδυσσεύς — και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, εῡς) μυθικός βασιλιάς τής Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.… … Dictionary of Greek
Περσείδης — και Περσηϊάδης, ὁ, Α αυτός που κατάγεται από τον Περσέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, έος / ῆος + πατρωνυμική κατάλ. ίδης / ιάδης (πρβλ. Πηλεΐδης)] … Dictionary of Greek
Περσείος — εία, ον και Περσήϊος, ηΐη, ον Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Περσέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, έος / ῆος + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek