-
1 карта
[κάρτα] ουσ. θ. χάρτης -
2 карта
[κάρτα] ουσ θ χάρτης -
3 kart
κάρτα, επισκεπτήριο -
4 kartvizit
κάρτα, επισκεπτήριο -
5 paso
κάρτα πολλαπλών διαδρομών -
6 legitimace
κάρτα -
7 pohlednice
κάρτα -
8 card
κάρτα -
9 postcard
κάρτα -
10 karta
κάρτα -
11 pocztówka
κάρτα -
12 widokówka
κάρτα -
13 карточка
η κάρτα, η καρτέλλαвизитная - η κάρτα, το επισκεπτήριοкредитная - (банк.) πιστωτική -почтовая - το ταχυδρομικό δελτάριο, разг. η κάρτα, το καρτ-ποστάλучётная - το δελτίο/η κάρτα απογραφήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > карточка
-
14 Assuredly
adv.Yes, in answer to a question: P. and V. ναί, ναιχί, μάλιστά γε, πῶς γὰρ οὔ; Ar. and P. κομιδῇ γε, ἀμέλει, πάνυ γε, V. καὶ κάρτα, καὶ κάρτα γε.At any rate: P. and V. γε, γοῦν, γε δή, ἀλλά, αλλά... γε.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Assuredly
-
15 Certainly
adv.Accurately: P. and V. ἀκριβῶς.By all means, in answer to a question: P. and V. ναί, ναιχί, πῶς γὰρ οὔ, μάλιστα γε, Ar. and P. κομιδῇ γε. ἀμέλει, πάνυ γε, V. καὶ κάρτα, καὶ κάρτα γε.By all means: P. and V. πάντως, P. παντάπασι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Certainly
-
16 Surely
adv.Securely: P. and V. ἀσφαλῶς, βεβαίως, V. ἐμπέδωςExactly: P. and V. ἀκριβῶς.Assuredly, in answer to a question: P. and V. πῶς γὰρ οὔ; μάλιστά γε, Ar. and P. ἀμέλει, κομιδῇ γε, V. καὶ κάρτα, καὶ κάρτα γε.In oaths and asseverations, that one will surely do a thing: P. and V. ἦ μήν (fut. infin.).Certainly: P. and V. δή, V. θήν (rare).You are surely voicing your wishes: V. σὺ θὴν ἃ χρῄζεις... ἐπιγλωσσᾷ (Æsch., P. V. 928).In questions expecting the answer “no”: use P. and V. μὴ, ἆρα μὴ, μῶν.Surely you will be able to secure as stronger proof? P. ἆρα μή τι μεῖζον ἕξεις λαβεῖν τεκμήριον; Surely you are making no plan? V. μῶν τι βουλεύει νέον; (Soph., Phil. 1229).To express surprise: use P. and V. οὔ τί που.You surely do not intend to give it him? V. οὔ τί που δοῦναι νοεῖς (Soph., Phil. 1233).You surely don't think that the question has been sufficiently discussed? P. οὔ τί που οἴει... ἱκανῶς εἱρῆσθαι περὶ τοῦ λόγους; (Plat., Rep. 362D).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Surely
-
17 карточка
карточка ж в разн. знач. η κάρτα каталожная \карточка η φίσα, η καρτέλα визитная \карточка το επισκεπτήριο фотографи ческая \карточка η φωτογραφία* * *ж в разн. знач.η κάρταкатало́жная ка́рточка — η φίσα, η καρτέλα
визи́тнаяка́рточка — το επισκεπτήριο
фотографи́ческая ка́рточка — η φωτογραφία
-
18 карточка
-и θ.1. κάρτα, καρτέλα. || δελτίο (τροφίμων). || επισκεπτήριο, κάρτα.2. μικρή φωτογραφία (για έγγραφα).3. (χαΐδ.) καρτούλα, -ίτσα, τραπουλοχαρτάκι.4. μικρό καρτ-ποστάλ.εκφρ.почтовая - – το κάρτ-ποστάλ•каталожная - – καρτέλα με αλφαβητική σειρά. -
19 Course
subs.Running: P. and V. δρόμος, ὁ, V. δράμημα, τό, τρόχος, ὁ.For chariots, etc.: P. ἱππόδρομος, ὁ.Movement: P. φορά, ἡ.Orbit: P. and V. δρόμος, ὁ, ὁδός, ἡ, V. διέξοδος, ἡ, στροφή, ἡ (Soph., frag.), περιστροφή, ἡ (Soph., frag.), Ar. and P. περιφορά, ἡ.Flight ( of a weapon): P. πορεία, ἡ.Channel: P. and V. ὀχετός, ὁ.Course of life, subs.: P. and V. βίος, ὁ.Method: P. μέθοδος, ἡ; see Method.Course of action: P. προαίρεσις, ἡ.Dinner course: P. περίοδος, ἡ (Xen.).We have come to your land, being driven out of our course: V. σὴν γαῖαν ἐξωσθέντες ἥκομεν (Eur., Cycl. 279).In course of time: P. προελθόντος τοῦ χρόνου.Follow the course of events: P. παρακολουθεῖν τοῖς πράγμασι (Dem. 285).Ironically: P. and V. δῆθεν.In answer to a question, assuredly: P. and V. πῶς γὰρ οὔ, μάλιστά γε, Ar. and P. κομιδῇ γε, ἀμέλει, V. καὶ κάρτα, καὶ κάρτα γε.Let these things take their course: P. ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι (Dem. 106).——————v. trans.See Chase.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Course
-
20 Doubtless
adv.Ironically: P. and V. δῆθεν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Doubtless
См. также в других словарях:
κάρτα — very indeclform (adverb) κάρτᾱ , κάρτος strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… … Dictionary of Greek
καρτά — καρτός shorn smooth neut nom/voc/acc pl καρτά̱ , καρτός shorn smooth fem nom/voc/acc dual καρτά̱ , καρτός shorn smooth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτα — η (λ. ιταλ.), ταχυδρομικό δελτάριο, καρτ ποστάλ, επισκεπτήριο: Την Πρωτοχρονιά στέλνουμε κάρτες στους φίλους και τους συγγενείς μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μητρική κάρτα — Πρόκειται για μια βασική πλακέτα (κάρτα) που περιέχει τα κυριότερα στοιχεία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η εν λόγω κάρτα περιέχει τον μικροεπεξεργαστή, την κύρια μνήμη, τον βασικό δίαυλο επικοινωνίας, βοηθητικά κυκλώματα και διάφορες υποδοχές… … Dictionary of Greek
Μάγκνα Κάρτα — (Magna Carta Libertatum = Μεγάλη Χάρτα Ελευθεριών). Το σύνολο των παραχωρήσεων που έκανε ο βασιλιάς της Αγγλίας Ιωάννης ο Ακτήμων (1215) προς τους ευγενείς, την αγροτική και την εμπορική τάξη και τον κλήρο και στις οποίες έχει τις ρίζες του το… … Dictionary of Greek
κάρθ' — κάρτα , κάρτα very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτ' — κάρτα , κάρτα very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek