Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἦρα

  • 141 αίρω

    (αόρ. ήρα, μεσ. αόρ. ηράμην, παθ. αόρ. ήρθην) μετ.
    1) (высоко) поднимать; 2) снимать, устранять, убирать;

    αίρω τα εμπόδια — устранять препятствия;

    3) отменять, отзывать, упразднять; прекращать, кончать;

    αίρ την πολιορκία — снимать блокаду;

    4) отнимать, лишать;
    ήρθη η βουλευτική του ασυλία его лишили парламентской неприкосновенности; η βουλή ήρε την εμπιστοσύνη της απ· την κυβέρνηση парламент выразил недоверие правительству

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αίρω

См. также в других словарях:

  • ἤρα' — ἤρᾱαι , ἀρέομαι perf ind mp 2nd sg (attic epic) ἤ̱ραο , αἴρω attach aor ind mid 2nd sg (attic epic ionic) ἤραο , ἔραμαι love imperf ind mp 2nd sg (epic) ἤρᾱαι , ἐράομαι love perf ind mp 2nd sg (attic epic) ἤρᾱαι , ἐράομαι love perf ind mp 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρα — ἤρᾱ , ἐράω 1 love imperf ind act 3rd sg ἤρᾱ , ἐράω 2 pour forth imperf ind act 3rd sg ἤρᾱ , ἤρα fem nom/voc/acc dual ἤρᾱ , ἤρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἥρα — Ἥρᾱ , Ἥρα nine fem nom/voc/acc dual Ἥρᾱ , Ἥρα nine fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρᾳ — ἤρᾱͅ , ἤρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἥρᾳ — Ἥρᾱͅ , Ἥρα nine fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… …   Dictionary of Greek

  • ήρα — η 1. ζιζάνιο που φυτρώνει ανάμεσα στο σιτάρι. 2. κακός άνθρωπος: Ξεχώρισε η ήρα από το σιτάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἦρα — αἴρω attach aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἔαρ spring neut nom/voc/acc pl ἤρα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ήρα — η αρχαία θεά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἠράμεθ' — ἠρά̱μεθα , ἀράομαι pray to imperf ind mp 1st pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠρά̱μεθα , ἀρέομαι plup ind mp 1st pl (attic) ἠρά̱μεθα , ἀρέομαι perf ind mp 1st pl (attic) ἠ̱ράμεθα , αἴρω attach aor ind mid 1st pl (attic epic ionic) ἠράμεθα ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠράμεθα — ἠρά̱μεθα , ἀράομαι pray to imperf ind mp 1st pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠρά̱μεθα , ἀρέομαι plup ind mp 1st pl (attic) ἠρά̱μεθα , ἀρέομαι perf ind mp 1st pl (attic) ἠ̱ράμεθα , αἴρω attach aor ind mid 1st pl (attic epic ionic) ἔραμαι love… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»