-
1 ἤϊος
-
2 ἤϊος
ἤϊος, ὁ, Beiname des Phoibos; der Bogenschütze -
3 ἰήϊος
ἰήϊος, 1) Beiw. des Apollo, entweder der mit ἰὴ ἰὴ παιάν angerufen wird, Ap. Rh. 2, 712 ff., mit Hindeutung auf sein Schießen (vgl. ἰή), od. geradezu von ἵημι, u. deswegen ἱήϊος geschrieben, Hesych., od. von ἰάομαι, der heilende Gott, vgl. Macrob. Saturn. 1, 17, od. von ἰή, wie εὔ, ος von εὐοῖ, der in Wehen und Nöthen Angerufene, s. nachher; ἰήϊον δὲ καλέω Παιᾶνα Aesch. Ag. 144; ἰήϊε Δάλιε Παιάν Soph. O. R. 154; ἰήϊε Φοῖβε 1096; ἰήϊε παιάν Ar. Vesp. 874. – 21 klagend, jammervoll; ἰήϊον κλύων γόον μητρός, der Klagegesang, Weheruf, Eur. El. 1211; ἰήϊοι κάματοι, qualvolle Geburtsschmerzen, Soph. O. R. 173. Vgl. ἤϊος.
См. также в других словарях:
ήιος — ἤϊος, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Φοίβου Απόλλωνος) 1. (κατά τον Αρίσταρχο) τοξότης, ακοντιστής 2. (κατ άλλους) αγαθός («ἤϊε Φοῑβε», Ύμν. εις Απόλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < επιφων. ή (πρβλ. ιήιος < επιφ. ιή). Η αναγωγή του στο ίημι… … Dictionary of Greek
ἤιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤιοι — ἤιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾖον — ἤιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρήιος — ζεφυρήϊος, ον (Α) ο ζεφύριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ήιος, (πρβλ. ποταμ ήιος, χαλκ ήιος)] … Dictionary of Greek
θαλαμήιος — θαλαμήϊος, ΐη, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο κατάλληλος για κατασκευή θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», Ησίοδ.) 2. ο γαμήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ ος + κατάλ. ήιος (πρβλ. ανθρωπ ήιος, χαλκ ήιος)] … Dictionary of Greek
κουρήιος — κουρήϊος, η, ον (Α) (επικ. τ. τού κόρειος) νεανικός, παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + ήϊος (πρβλ. κροκ ήϊος, χαλκ ήϊος)] … Dictionary of Greek
κρηνήιος — κρηνήϊος, ον (Α) κρηναίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. ήϊος (πρβλ. ποταμ ήιος, ποιμν ήιος)] … Dictionary of Greek
κρόκεος — κρόκεος, ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, ίη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα εος / ήϊος (πρβλ. χάλκ εος / χαλκ ήϊος, κεράμ εος / κεραμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
λωφήιος — λωφήϊος, ΐα, ον (Α) αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ τού λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, ποιμν ήιος)] … Dictionary of Greek
μαιήιος — μαιήϊος, ον (Α) 1. μαιευτικός 2. αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα ήϊος (πρβλ. γαι ήιος, γενεθλ ήιος)] … Dictionary of Greek