-
21 πολυμητις
-
22 πολυφρων
-
23 υπηνεμιος
дор. ὑπᾱνέμιος 21) легкий как ветер или уносимый ветром(οἱ κάνθαροι Theocr.)
2) рожденный без оплодотворения(κύημα Arst.; Ἥφαιστος Luc.)
3) неплодный(ᾠόν Arph., Arst.)
4) ветреный, легкомысленный, тщеславный(ἄνθρωποι Plut.)
5) легковесный, пустой(ὄνειροι, λόγος Plut.; πλοῦτος Luc.)
-
24 φιλοτεχνεω
1) заниматься искусством(τὸ οἴκημα, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην, sc. Ἥφαιστος καὴ Ἀθηνᾶ Plat.)
2) искусно действоватьφ. περί τι Plut. — искусно использовать что-л.;
κινεῖν τὸν ἀκροατέν φιλοτεχνῶν Plut. — умеющий искусно волновать аудиторию;ἀμωσγέπως στρέφεσθαι καὴ φ. Plut. — всячески изворачиваться и стараться;πεφιλοτεχνημένος πρός τι Diod. — ловко устроенный для какой-л. цели;ἐφιλοτέχνησαν πλῆθος ἰχθύων ποιῆσαι Diod. — они ухитрились развести множество рыбы
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἥφαιστος — nine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ήφαιστος — Sp Ìfestas Ap Ήφαιστος/Ifaistos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… … Dictionary of Greek
Ήφαιστος — ο όνομα αρχαίου θεού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἡφαίστω — Ἥφαιστος nine masc nom/voc/acc dual Ἥφαιστος nine masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕФЕСТ — • Ήφαιστος, Volcanus, сын Зевса и Геры или одной Геры (Hesiod. theog. 927), в древнейшее время служил выражением могучей стихии огня, проявляющейся преимущественно в вулканических странах, и был великое творческое существо; но с тех… … Реальный словарь классических древностей
Ἡφαίστοιο — Ἥφαιστος nine masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαίστου — Ἥφαιστος nine masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαίστους — Ἥφαιστος nine masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαίστῳ — Ἥφαιστος nine masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἥφαιστε — Ἥφαιστος nine masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)