-
1 Ήφαιστος
-
2 Ἥφαιστος
-
3 Ἥφαιστος
Ἥφαιστος: Hephaestus (Vulcanus), the son of Zeus and Hera, the god of fire and of arts which need the aid of fire: in the Iliad married to Charis, Il. 18.382 ff., but in the Odyssey to Aphrodīte, Od. 8.266 ff. His works are the houses of the gods on Olympus, the armor of Achilles, the sceptre and aegis of Zeus, etc. Epithets, ἀμφιγυήεις, κυλλοποδίων, χαλκεύς, κλυτοτέχνης, κλυτόεργος, κλυτόμητις, πολύφρων, περίκλυτος, πολύμητις. The name Ἥφαιστος is used by personification for the element which he represents, Il. 2.426, cf. Il. 9.468.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἥφαιστος
-
4 Ἣφαιστος
Grammatical information: m.Meaning: the divine smith, god of fire, also meton. for `fire' (Il.).Other forms: Dor. Aeol. Ἃφ-, Ἄφ-, Att. vases Ηε̄φαστος (Schwyzer 276; on the form of the name also Kretschmer Glotta 30, 115ff.)Dialectal forms: Myc. apaitijo PN \/Hāphaistios\/.Compounds: Compp., e. g. ` Ηφαιστό-τευκτος `made by H.' (S.), ἀν-ήφαιστος `without H., without warmth' ( πῦρ, E. Or. 621).Derivatives: ` Ηφαίστιος, - ιών month-name (Thess.), ` Ηφαιστῖτις (sc. λίθος) name of a stone (Plin.; Redard Les noms grecs en - της 54). ` Ηφαίστια pl. `H.-feast' (Att.), - εῖον `H.-temple' (Ion.-Att.) also - ιεῖον (pap. Ia, after Άσκληπι-εῖον) a. o.; - ιάς `a plaster'.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: A Pre-Greek name without etymology. On Hephaistos Nilsson Gr. Rel. 1, 526ff. The form without -i- shows a typical Pre-Greek variation, Fur. 296, 336 and points to a sy.Page in Frisk: 1,646Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ἣφαιστος
-
5 Ἥφαιστος
Ἥφαιστος ([dialect] Aeol.and [dialect] Dor. [full] Ἄφ-( [full] Ἅφ-) Sapph.66, Pi.O.7.35, etc.), ὁ, Hephaestus, Il.18.391, etc.; ἔργον Ἡφαίστοιο, of a bowl, Od.4.617;Aκνημῖδας ὀρειχάλκοιο.. Ἡφαίστου κλυτὰ δῶρα Hes.Sc. 123
;φλογὶ Ἡφαίστοιο Il.17.88
, cf. Antim.44;μὰ τὸν Ἥ. Com.Adesp.17.35D.
4 Pythag. name for nine, Theol.Ar.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἥφαιστος
-
6 Ηφαίστω
Ἥφαιστοςnine: masc nom /voc /acc dualἭφαιστοςnine: masc gen sg (doric aeolic)——————Ἥφαιστοςnine: masc dat sg -
7 τεύχω
Aτεύξω Od.1.277
: [tense] aor.ἔτευξα Il.14.338
, etc.; [dialect] Ep.τεῦξα 18.609
, Od.8.276: [tense] pf.τέτευχα AP6.40
(Maced.), 9.202 (Leo Phil.), intr. once in Hom. (v. infr. 1.3); in correct writers τέτευχα is the [tense] pf. of τυγχάνω (for in Il.13.346 ἡρώεσσι τετεύχατον or τετεύχετον is f.l. for ἐτεύχετον):—[voice] Med., [tense] fut. τεύξομαι in act. sense, Il.19.208 (dub. l. here and in A.Ag. 1230), but prob. pass. in Il.5.653 (elsewh. [tense] fut. of τυγχάνω): [tense] aor. inf.τεύξασθαι h.Ap.76
, 221: redupl. [tense] aor. τετῠκεῖν, -έσθαι, v. infr. 1.1:—[voice] Pass., 3 [tense] fut.τετεύξομαι Il.21.322
, 585: [tense] aor.ἐτύχθην 4.470
, A.Eu. 353 (lyr.);ἐτεύχθην Hp.Decent.17
(v.l.), AP6.207 (Arch.), etc. (but this belongs equally to τυγχάνω): [tense] pf. τέτυγμαι, [tense] plpf. ἐτετύγμην, freq. in Hom., etc., v. infr.; [ per.] 3pl. τετεύχαται, ἐτετεύχατο, τετεύχατο, Il.13.22, 11.808, 18.574: (v. τυγχάνω):—make ready, make, freq. in [dialect] Ep. and Lyr.; also in A., but rare in S. and E. (once in Com., Eub.43); never in Prose.I produce by work or art; esp. of material things, make, build, δώματα, θάλαμον, νηόν, etc., Il.6.314, 14.166, Od.12.347, etc.; of a worker in metal,τὸ μὲν [σκῆπτρον] Ἥφαιστος κάμε τεύχων Il.2.101
;θώρηκα, τὸν Ἥφαιστος κάμε τεύχων 8.195
; τρίποδας.. ἔτευχεν [Ἥφαιστος] 18.373; τ. δόλον, of the net which Hephaestus wrought, Od.8.276;τέκτονος υἱόν,.. ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Il.5.61
; of women's handiwork, εἵματα τ. Od.7.235; of a cook, δεῖπνον τετυκεῖν dress or prepare a meal, 15.77,94 (so in [voice] Med., prepare a meal or have it prepared, of those who are to eat it, 20.390;τετύκοντό τε δαῖτα Il.1.467
, 2.430;τεύχοντο δαῖτα Od.10.182
;τεύξεσθαι δόρπον Il.19.208
;δόρπον τετύκοντο Od.12.307
, cf. 283, al. (the [dialect] Ep. [tense] aor. τετυκεῖν, τετυκέσθαι is used in this sense only)); alsoτεῦχε κυκειῶ Il.11.624
; ἄλφιτα τεύχουσαι preparing meal (by grinding the grain), Od.20.108; αὐτὰρ ὁ εἴδωλον τεῦξ' formed, created it, Il5.449: so also in Pi. and A., , cf. O.1.30;δαῖτ'.. ἔτευξεν A.Ag. 731
(lyr.); φάρμακον τεύχουσα ib. 1261; ὦ γαῖα κεραμί, τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε; Eub. l.c.:—[voice] Pass.,δώματα τετεύχαται Il.13.22
;ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Od.10.210
, 252, cf. 21.215;θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί Il. 11.808
;βωμὸς.. τέτυκτο Od.17.210
;νηός γε τέτυκτο Il.5.446
; οἱ.. σῆμα τετεύξεται for him a tomb shall be built, 21.322;εἵματα.. τετυγμένα χερσὶ γυναικῶν 22.511
; ἱμάντα.., ᾧ ἔνι πάντα τετεύχαται in which all are wrought, are to be found, 14.220: τετύχθαι τινός to be made of.., ;περόνη χρυσοῖο τέτυκτο Od.19.226
, cf. Hes.Sc. 208: c. dat. rei, τετυγμένα δώματα.. ξεστοῖσιν λάεσσι built with or of.., Od.10.210;αἱ μὲν γὰρ [πύλαι] κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ' ἐλέφαντι 19.563
; but δόμον.. αἰθούσῃσι τετυγμένον built or furnished with.., Il.6.243.2 [tense] pf. part. τετυγμένος freq. has the sense of an Adj., = τυκτός, well=made, well-wrought, τεῖχος, βωμὸς τετ., Il.14.66, Od.22.335, al.; σάκος, δέπας, κρητήρ, Il.14.9, 16.225, 23.741, al.;ἄγγεα Od.9.223
;δῶρα 16.185
; ἀγρός wrought, tilled, 24.206: metaph., νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος a ready, constant mind, 20.366.3 [tense] pf. part. [voice] Act. occurs once in pass. sense, ῥινοῖο τετευχώς made of hide, 12.423.II of natural phenomena. actions, events, etc., cause, bring to pass, τ. ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν, of Zeus, Il.10.6;αἱ δὲ [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21.538
; παλίωξιν τ. 15.70, cf. Hes.Sc. 154 ([voice] Pass.);βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118
;γέλω δ' ἑτάροισιν ἔτευχε 18.350
; γάμον τ. 1.277;τ. πομπήν 10.18
, cf. Pi.P.4.164;τ. πόλεμον καὶ φύλοπιν Od.24.476
;θάνατόν τινι 20.11
; ἄλγεα, κήδεά τινι, work one woe, Il.1.110, Od. 1.244;ἐν δ' ἄρα οἱ στήθεσσι.. αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε Hes.Op.79
, cf. 265, Th. 570;τ. ξείνια Pi.P.4.129
; τ. μέλος ib.12.19; τ. γέρας, τιμάν τινι, get him honour, Id.I.1.14,67;τ. κακά A.Eu. 125
; τ. στάσιν ἐν ἀλλήλαισι, i.e. to quarrel, Id.Pers. 189;τ. φόβον Id.Pr. 1090
(anap.); ; ;φίλοις ἔριν Id.Andr. 644
;κρυπτὸν δόλον Call.
in PSI11.1218a6:— [voice] Pass., to be caused, and so, arise, occur,ἔργον ἐτύχθη ἀργαλέον Il. 4.470
, cf. 2.320; , cf. Il.14.53, 22.450;τὰ δ' οὐ ἴσαν, ὡς ἐτέτυκτο Od.4.772
, cf. 392;ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη Il.11.671
; ;Ἀργείοισι.. νόστος ἐτύχθη 2.155
; ὅμαδος ἐτ. 12.471, etc.; τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος ib. 345, cf. 5.653; εἰ δή μοι ὁμοίη μοῖρα τέτυκται is ordained, 18.120; ; φόνος υἷι τέτ. Od.4.771;φίλοισι δὲ κήδεα.. τετεύχαται 14.138
, cf. Il.21.585; ἐν βροτοῖς γέρων λόγος τέτυκται there exists, A.Ag. 751 (lyr.), cf. E.El. 457 (lyr.).III c. acc. pers., make so and so,ὄφρα μιν.. ἄγνωστον τεύξειεν Od.13.191
, cf. 397; τ. τινὰ ἰσοδαίμονα, μέγαν, εὐδαίμονα, Pi.N.4.84, A.Eu. 668, E.Heracl. 614 (lyr.): of things,οὐδέ κεν ἄλλως οὐδὲ θεὸς τεύξειε Od.8.177
: c. dupl. acc., ὦ πούς, τί σε.. τεύξω; what shall I make of thee? S.Ph. 1189 (lyr.):—hence in [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass. simply for γίγνεσθαι orεἶναι, Ζεὺς ταμίης πολέμοιο τέτυκται Il.4.84
; [Ὠκεανὸς] γένεσις πάντεσσι τέτ. 14.246; , cf. 16.605; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ' ἐτ. 5.402, cf. 16.622; νόον ἐν πρώτοισι.. ἐτ. was among the first in mind, 15.643; γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ τέτυξο thou was like a woman, 8.163; ;Νύμφαις, ταὶς Δίος ἐξ αἰγιόχω φαῖσι τετυγμέναις Alc.85
: also of things, τόδε σῆμα τετύχθω let this be the sign, Od.21.231, cf. Il.22.30: in [tense] aor. 1,πέπλων ἅκληρος ἐτύχθην A.Eu. 353
(lyr.), cf. Supp.87 (lyr.). -
8 Ήφαιστ'
-
9 Ἥφαιστ'
-
10 Ήφαιστε
-
11 Ἥφαιστε
-
12 Ήφαιστοι
-
13 Ἥφαιστοι
-
14 Ήφαιστον
-
15 Ἥφαιστον
-
16 Ηφαίστοιο
-
17 Ἡφαίστοιο
-
18 Ηφαίστου
-
19 Ἡφαίστου
-
20 Ηφαίστους
См. также в других словарях:
Ἥφαιστος — nine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ήφαιστος — Sp Ìfestas Ap Ήφαιστος/Ifaistos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… … Dictionary of Greek
Ήφαιστος — ο όνομα αρχαίου θεού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἡφαίστω — Ἥφαιστος nine masc nom/voc/acc dual Ἥφαιστος nine masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕФЕСТ — • Ήφαιστος, Volcanus, сын Зевса и Геры или одной Геры (Hesiod. theog. 927), в древнейшее время служил выражением могучей стихии огня, проявляющейся преимущественно в вулканических странах, и был великое творческое существо; но с тех… … Реальный словарь классических древностей
Ἡφαίστοιο — Ἥφαιστος nine masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαίστου — Ἥφαιστος nine masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαίστους — Ἥφαιστος nine masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαίστῳ — Ἥφαιστος nine masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἥφαιστε — Ἥφαιστος nine masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)