-
1 ήμασιν
-
2 ἤμασιν
Βλ. λ. ήμασιν -
3 ἥμασιν
Βλ. λ. ήμασιν -
4 ἧμα
A that which is thrown, dart, javelin, ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος best at darting, Il.23.891: hence ἥμων (q.v.). -
5 ἧμα
ἧμα, ατος ( ἵημι): throw; ἥμασιν ἄριστος, best ‘at javelin - throwing,’ Il. 23.891†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἧμα
См. также в других словарях:
ἤμασιν — ἦμαρ day neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥμασιν — ἥ̱μασιν , ἧμα that which is thrown neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμα — ἧμα, τὸ (Α) 1. το ακόντιο 2. ο ακοντισμός («ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος» ο καλύτερος στον ακοντισμό, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ του ἵημι «ρίχνω» (πρβλ. ἥσω, ἥκα, μέλλ. και αόρ. τού ἵημι) + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek