-
61 Ἡλίους
-
62 Ηλίωι
-
63 Ἡλίωι
-
64 Ηλίων
-
65 Ἡλίων
-
66 Ηέλιε
-
67 Ἠέλιε
-
68 Ηέλιοι
-
69 Ἠέλιοι
-
70 άλιε
ἅ̱λιε, ἅλιος 1of the sea: masc voc sgἅ̱λιε, ἅλιος 1of the sea: masc /fem voc sgἅλιος 2fruitless: masc voc sgἅ̱λιε, ἥλιοςsun: masc voc sg (doric) -
71 ἅλιε
ἅ̱λιε, ἅλιος 1of the sea: masc voc sgἅ̱λιε, ἅλιος 1of the sea: masc /fem voc sgἅλιος 2fruitless: masc voc sgἅ̱λιε, ἥλιοςsun: masc voc sg (doric) -
72 άλιοι
ἅ̱λιοι, ἅλιος 1of the sea: masc nom /voc plἅ̱λιοι, ἅλιος 1of the sea: masc /fem nom /voc plἅλιος 2fruitless: masc nom /voc plἅ̱λιοι, ἥλιοςsun: masc nom /voc pl (doric) -
73 ἅλιοι
ἅ̱λιοι, ἅλιος 1of the sea: masc nom /voc plἅ̱λιοι, ἅλιος 1of the sea: masc /fem nom /voc plἅλιος 2fruitless: masc nom /voc plἅ̱λιοι, ἥλιοςsun: masc nom /voc pl (doric) -
74 άλιον
ἄ̱λιον, ἀλέωgrind: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἄ̱λιον, ἀλέωgrind: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀλέωgrind: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀλέωgrind: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)——————ἅ̱λιον, ἅλιος 1of the sea: masc acc sgἅ̱λιον, ἅλιος 1of the sea: neut nom /voc /acc sgἅ̱λιον, ἅλιος 1of the sea: masc /fem acc sgἅ̱λιον, ἅλιος 1of the sea: neut nom /voc /acc sgἅλιος 2fruitless: masc acc sgἅλιος 2fruitless: neut nom /voc /acc sgἅ̱λιον, ἥλιοςsun: masc acc sg (doric) -
75 άλιος
ἅ̱λιος, ἅλιος 1of the sea: masc nom sgἅ̱λιος, ἅλιος 1of the sea: masc /fem nom sgἅλιος 2fruitless: masc nom sgἅ̱λιος, ἥλιοςsun: masc nom sg (doric) -
76 ἅλιος
ἅ̱λιος, ἅλιος 1of the sea: masc nom sgἅ̱λιος, ἅλιος 1of the sea: masc /fem nom sgἅλιος 2fruitless: masc nom sgἅ̱λιος, ἥλιοςsun: masc nom sg (doric) -
77 ήλι'
-
78 ἥλι'
-
79 ήλιε
-
80 ἥλιε
См. также в других словарях:
Ἥλιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλιος — sun masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
ήλιος του μεσονυκτίου — Όρος με τον οποίο εκφράζεται, με κάπως ποιητικό τρόπο, η 24ωρη παρουσία φωτός στις δύο πολικές περιοχές της Γης επί έξι ολόκληρους μήνες κάθε χρόνο. Ο ήλιος του μεσονυκτίου, όπως φαίνεται από το Μπόντε της Νορβηγίας … Dictionary of Greek
Ήλιος — ο 1. αυτόφωτο απλανές ουράνιο σώμα που κατέχει το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος: Μια περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο διαρκεί ένα έτος. 2. κάθε παρόμοιο αστέρι: Στο σύμπαν υπάρχουν αμέτρητοι ήλιοι. 3. το φυτό ηλίανθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἤλιος — Ἦλις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χώρην γε οὐδεμίαν κατόψεται ἥλιος, ὁμουρέοσαν τῇ ἡμέτερῃ. — χώρην γε οὐδεμίαν κατόψεται ἥλιος, ὁμουρέοσαν τῇ ἡμέτερῃ. См. Солнце не заходит в моем государстве … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἠέλιον — Ἥλιος masc/fem acc sg (epic) Ἥλιος neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡλίω — Ἥλιος masc/fem/neut nom/voc/acc dual Ἥλιος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίω — ἥλιος sun masc nom/voc/acc dual ἥλιος sun masc gen sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡέλιον — Ἥλιος masc/fem acc sg (epic) Ἥλιος neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)