Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἤχησε

  • 1 ήχησε

    ἠχέω
    sound: aor ind act 3rd sg
    ἤ̱χησε, ἠχέω
    sound: aor ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    ἠχέω
    sound: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ήχησε

  • 2 ἤχησε

    ἠχέω
    sound: aor ind act 3rd sg
    ἤ̱χησε, ἠχέω
    sound: aor ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    ἠχέω
    sound: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἤχησε

См. также в других словарях:

  • ἤχησε — ἠχέω sound aor ind act 3rd sg ἤ̱χησε , ἠχέω sound aor ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἠχέω sound aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβάρετος — (I) η, ο 1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρετός]. (II) και ητος, η, ο 1. αχτύπητος, άδαρτος 2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος 3. «γάλα αβάρετο» …   Dictionary of Greek

  • βροντόλαλος — η, ο αυτός που παράγει βροντερό ήχο: Ήχησε η βροντόλαλη καμπάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηχώ — ησα, αμτβ. 1. παράγω ήχο, βουίζω: Ήχησε η σάλπιγγα. 2. μτφ., αφήνω απήχηση, δημιουργώ εντύπωση, ακούομαι ευχάριστα ή δυσάρεστα: Τα λόγια του ήχησαν άσχημα. η ώς (μόνον στον εν.), αντίλαλος, φαινόμενο που οφείλεται στην ανάκλαση του ήχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»