Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἤνοπα

См. также в других словарях:

  • Ἤνοπα — Ἤνοψ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤνοπα — ἦνοψ gleaming masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήνοψ — ἦνοψ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που λάμπει, λαμπρός («ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *Fήν οψ, με ανερμήνευτο το *Fηv . Η κατάληξη οψ < οψ «όψη», πρβλ. αίθ οψ, νώροψ κ.ά. με παρεμφερή σημασία με το ήνοψ. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει συνήθως τα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»