-
1 ἔσω
ἔσω adv. of place (Hom. et al. in the form εἴσω, and predom. so in later times. In our lit., as in the LXX [Thackeray 82]; TestSol; JosAs 2:19; ApcMos 19, only ἔσω, likew. SIG 989, 2 [II B.C.]; UPZ 13, 17 [160 B.C.]; BGU 1127, 9 [18 B.C.].—Jos., Bell. 6, 265 εἴσω, but Ant. 15, 398 ἔσω)① a position within an area, inside. When used with verbs of motion, the preferred Eng. rendering is in, into εἰσελθὼν ἔ. he went in (Bel 19 Theod.) Mt 26:58; AcPl Ha 4, 3. ἕως ἔ. εἰς τὴν αὐλήν right into the courtyard Mk 14:54 (ἔσω εἰς τὴν αὐλήν as PBas I, 19 [c. 600 A.D.]; ἔσω εἰς τὸν παράδεισον ApcMos 19). W. gen. of place (already Hom.) ἔ. τῆς αὐλῆς into the palace 15:16 (JosAs 2:19 ‘within’).② When used without a verb of motion the customary rendering is inside, within as opp. to outside Ac 5:22 D, 23; ἦσαν ἔ. they were inside J 20:26. αἱ ἔ. φλέβες the inner veins MPol 2:2. ὁ ἔ. ἄνθρωπος the inner being Ro 7:22; Eph 3:16. Also ὁ ἔ. ἡμῶν ἄ. 2 Cor 4:16 (s. ἄνθρωπος 5a and ἔξω 1aβ).—οἱ ἔ. those within (the Christian community) (Aeneas Tact. 1312 of those in the city) 1 Cor 5:12; τὸ ἔ. the inside (Lucian, Nav. 38, Sacr. 13.—Opp. τὸ ἔξω; s. ἔξω 1aβ)=the soul 2 Cl 12:2, 4 (a saying of Jesus, and an explanation of it).—DELG s.v. εἰ. M-M. EDNT. TW. Sv. -
2 έσω
ἔσωto within: indeclform (prep)——————ἕννυμιves-aor ind mid 2nd sg (epic)ἕννυμιves-fut ind act 1st sgἕζομαιseat oneself: aor subj act 1st sg (epic)ἕζομαιseat oneself: aor ind mid 2nd sg (epic) -
3 ἔσω
ἔσω, εἴσω1 within εἴσω κατέσταν i. e. within Pelias' palace P. 4.135 χέρσον ἔσω fr. 6a. f. -
4 ἔσω
-
5 εσω
-
6 εσώ
-
7 ἐσῶ
-
8 ἔσω
Aἐσωτέρω τῆς Ἑλλάδος Hdt.8.66
: [comp] Sup.,ὡς ἐσωτάτω τῆς μασχάλης Hp.Art.7
;τὰ ἔ. Id.Oss.9
, cf. Corn.ND28. -
9 ἔσω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔσω
-
10 έσω
1. επίρρ. внутри; внутрь, вовнутрь;2. επίθ. άκλ. внутренний; τό έσω της πόλιεως внутренняя часть города;ο έσω κόλπος — внутренний залив
-
11 ἔσω
+ D7-7-2-1-2=19 Gn 39,11; Ex 26,33; Lv 10,18; 16,2.12to within, into 2 Chr 29,16; within, inside Gn 39,11τὸ ἔσω inward parts 1 Kgs 6,15; τὰ ἔσω τῆς οἰκίας household Jb 1,10ἐσώτερόν τινος within Ex 26,33; see ἐσώτατος, ἐσώτερος→TWNT -
12 ἔσω
Βλ. λ. έσω -
13 ἕσω
Βλ. λ. έσω -
14 ἔσω
{нареч., 8}внутрь, в, внутри; а тж. внутренний человек.Ссылки: Мф. 26:58; Мк. 14:54; 15:16; Ин. 20:26; Деян. 5:23; Рим. 7:22; 1Кор. 5:12; Еф. 3:16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔσω
-
15 έσω
{нареч., 8}внутрь, в, внутри; а тж. внутренний человек.Ссылки: Мф. 26:58; Мк. 14:54; 15:16; Ин. 20:26; Деян. 5:23; Рим. 7:22; 1Кор. 5:12; Еф. 3:16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έσω
-
16 ἔσω
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔσω
-
17 ἔσω
внутрь, в, внутри; а также внутренний (человек).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔσω
-
18 ἔσω
внутривнутрьΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔσω
-
19 εἴσω
εἴσω, [full] ἔσω, used by [dialect] Ep., Lyr., and Trag. Poets acc. as a spondee or iambus is required ; ἔσω (as ἐς for εἰς) prevailed in [dialect] Ion. and old [dialect] Att. Prose ; but in other Prose and in Com. εἴσω was the only form admitted, whereas ἔσωθεν with the [comp] Comp. and [comp] Sup. ἐσώτερος, ἐσώτατος, ἐσωτέρω, ἐσωτάτω, seem to have been the only forms in use:— Adv. of εἰς, ἐς,A to within, into: abs., μή πού τις ἐπαγγείιῃσι καὶ εἴσω lest some one may carry the news into the house, Od.4.775, cf. Hdt.1. III, al. ; soεἴπατε δ' εἴσω Od.3.427
; also εἴσω δ' ἀσπίδ' ἔαξε he brake it through to the inside, Il. 7.270 ; soὀστέα δ' εἴσω ἔθλασεν Od.18.96
;εἴσω ἐπιγράψαι τέρενα χρόα Il.13.553
;ἐσσύμενοι εἴσω Pi.P.4.135
;εἴσω κομίζου A.Ag. 1035
; πέπληγμαι..ἔσω ib. 1343 ;εἴσω.. δεῦρ' εἴσιθ' Ar. Pl. 231
; ἡγεῖσθαι εἴσω, φεύγειν εἴσω, X.Cyr.2.3.21, 7.5.26 ;παρακαλέσαι εἴσω Id.An.1.6.5
.b when a case follows, Hom. prefers the acc.,δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω Il.3.322
; , etc. ;ἡγήσατο.. Ἴλιον εἴσω 1.71
, etc. ; more rarely with gen.,κατελθόντ' Ἄϊδος εἴσω 6.284
, cf. 22.425 ;ἐβήσετο δώματος εἴσω Od.7.135
, cf. 8.290 ; so in Prose and Trag.,Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας E. Cyc. 485
; it generally follows its case, but precedes in Il.21.125, 24.155, Od.8.290.2 with Verbs of Rest, = ἔνδον, inside, within,εἴσω δόρπον ἐκόσμει 7.13
;ἄντρον ἔσω ναίουσα h.Merc.6
;ἔσω καθῆσθαι A.Ch. 919
; ;οὔτε πύργος οὔτε ναῦς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω Id.OT57
; τὸ ἔσω μέτωπον the inner front, Th.3.21 ; ;εἴσω τὴν χεῖρα ἔχειν ἀναβεβλημένον D.19.251
.b c. gen.,μένειν εἴσω δόμων A. Th. 232
; γλῶσσαν εἴσω πυλῶν ῥέουσαν ib. 557 ;εἴσω στέγης S.Tr. 202
; εἴσω ξίφους within reach of sword, E.Or. 1531 ; εἴσω τῶν ὅπλων within the heavy-armed troops, i.e. encircled by them, X.An.3.3.7, 3.4.26 ; εἴσω τῶν ὀρέων within, i.e. on this side of, the mountains, ib. 1.2.21 ; ἔσω τούτων inside of these people, i.e. farther inland, Th.2.100 ; εἴσω βέλους within bow-shot, Arr.An.1.6.8 ; τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιεῖν εἴσω, i.e. inside, i.e. by the side of, the road, D.55.22 ;εἴσω τῆς εἰρωνείας ἀφικνεῖσθαι Id.Prooem.14
;πάντα εἴσω τῆς συμφορᾶς Lib.Or.61.18
.II later of Time, within,εἴσω ἡμερῶν εἴκοσι PGiss.34.6
(iii A.D.), Hermog.Stat.8,Arg.2 Ar.Eq. -
20 εἴσω
εἴσω, verwandt mit εἰς, seltener poet. ἔσω, bei den Tragg. nur wo es der Vers erfordert; die Komiker haben gar nicht ἔσω. – 1) hinein, bei Verbis der Bewegung, bei Hom. oft mit accus., dem acc. gew. nachgesetzt, δῠναι δόμον Ἄϊδος εἴσω Il. 3, 322, u. so auch Ἄϊδος εἴσω, 6, 284; Ἴλιον εἴσω u. ähnl.; voran steht εἴσω 21, 125, wie ἔσω κλισίην, στρατόν Od. 24, 155. 199; – cum gen., ἐβήσατο δώματος εἴσω 7, 135, wo freilich ὑπὲρ οὐδόν vorangeht, u. ὁ δ' εἴσω δώματος ᾔει 8, 290, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 137; so oft bei Folgdn, ἔσω πυλῶν ῥέειν Aesch. Spt. 539; εἴσω στέγης χωροῠμεν Soph. Tr. 492; εἴσω τοῠ τείχους ἀπῄεις Xen. An. 7, 1, 40; – absolut, πέσε δὲ λίϑος εἴσω Il. 12, 459; πᾶν δ' εἴσω ἔδυ ξίφος 16, 340; ἔςφερον εἴσω Od. 7, 6; εἴσω δ' ἀσπίδ' ἔαξε, nach innen hin, Il. 7, 270; ὀστέα δ' εἴσω ἔϑλασεν 18, 96; ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν Pind. P. 4, 135; Tragg., z. B. ἔξωϑεν εἴσω φέρειν Aesch. Spt. 542; στείχειν ἔσω Soph. O. R. 92; in Prosa, στρέφειν εἴσω Plat. Rep. II, 360 a; ἡγεῖσϑαι εἴσω, hineinführen, Xen. Cyr. 2, 3, 21; εἴσω παρακαλεῖν An. 1, 6, 5; εἴσω εἰς Φᾶσιν 5, 7, 7; τὴν χεῖρα εἴσω ἔχειν Dem. 19, 255, die Hand nach innen halten, in den κόλπος, um Nichts anzunehmen. – 2) bei Verbis der Ruhe, innerhalb, drinnen; dieser Sprachgebrauch, dem Homer fremd, entwickelte sich bei den Folgenden vielleicht aus Odyss. 7, 13 εἴσω δόρπον ἐκόσμει, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 134; ἄντρον ἔσω ναίουσα H. h. Merc. 6; ἔσω καϑημένη Aesch. Ch. 906; ναῠς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω Soph. O. R. 57, τὰ εἴσω νενοσηκότα σώματα Plat. Rep. III, 407 d; εἴσω νῶν ὀρέων εἶναι, innerhalb, d. i. diesseits, Xen. An. 1, 2, 21; so mit dem gen. bei den Tragg., μένειν εἴσω δόμων Aesch. Spt. 214; αἵ τ' εἴσω στέγης αἵ τ' ἐκτὸς αὐλῆς Soph. Tr. 201; εἴσω ξίφους, so weit man mit dem Schwerte reicht, Eur. Or. 1531; vgl. εἴσω βέλους Arr. An. 1, 6, 8; – εἴσω τῶν ὅπλων κατακεκλεῖσϑαι, innerhalb der Schwerbewaffneten eingeschlossen sein, Xen. An. 3, 3, 7. Bei Plat. mit dem Artikel, δῠσα εἰς τὸ εἴσω τοῠ οὐρανοῠ Phaedr. 247 e, öfter; διήκειν ἐς τὸ ἔσω μέτωπον. Thuc. 3, 21. Bei Sp. εἴσω λογισμοῠ εἶναι, verständig sein, Philostr. u. A. – 3) von der Zeit, innerhalb, Hermogen. – Vgl. unten ἐσώτερος, ἐσώτατος.
См. также в других словарях:
Ἔσω κλέπτην καὶ ἔσω πόρνον ὁπόσα βούλει ἐνέδρευε. — ἔσω κλέπτην καὶ ἔσω πόρνον ὁπόσα βούλει ἐνέδρευε. См. Домашнего вора не убережешься … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἔσω — to within indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έσω — και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω) επίρρ. 1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών») 2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.) 3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.) η… … Dictionary of Greek
ἐσῶ — εἰσίημι sendinto aor subj act 1st sg εἰσίημι sendinto aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕσω — ἕννυμι ves aor ind mid 2nd sg (epic) ἕννυμι ves fut ind act 1st sg ἕζομαι seat oneself aor subj act 1st sg (epic) ἕζομαι seat oneself aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτέρω — ἔσω to within comp ἐσώτερος innermost masc/neut nom/voc/acc dual ἐσώτερος innermost masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του … Dictionary of Greek
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
καρωτίδες — Αρτηρίες που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στον λαιμό και στο κεφάλι. Βρίσκονται ανά τρεις στις δύο πλευρές του σώματος (δεξιά αριστερά): η κοινή, η έσω και η έξω κ. Η δεξιά κοινή κ. ξεκινά από την ανώνυμη αρτηρία και η αριστερή από το… … Dictionary of Greek
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek