-
121 στίβος
A trodden way, track, path, h.Merc.352; ἔρημος ἔνθ' ἂν ᾖ βροτῶν ς. S.Ant. 773, cf. Ph. 157 (lyr.), E.IT67, Or. 1274 (lyr.); ὀγμεύειν ς. S.Ph. 163 (anap.);ξύμβλητο κατὰ στίβον Ἡρακλῆϊ A.R.1.1253
.II track, footstep, h.Merc.353, Hdt.4.140, A.Ch. 210, 227, S.Ph.48, Ichn.109, E. Ion 743, etc.; ἕπεσθαι κατὰ στίβον on the track or trail, Hdt.5.102, cf. 4.122, 9.59;στίβοι ποδῶν A.Ch. 205
;ἵππων X.An.1.6.1
; λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες traces of one who had lain there, A.Ag. 411 (lyr.); στίβου οὐδεὶς κτύπος (v.l. τύπος) S.Ph. 29, cf. 206 (lyr.); ῥινῶν ὀξὺς ς., of hounds on the track, AP9.516 (Crin.). -
122 φιλέρημος
φῐλ-έρημος, ον,A fond of solitude, Hp.Ep.12, Lyr.Alex.Adesp.7.10, Ph.1.490, 506, Corn.ND30, Orph.H.56.2, Vett.Val.43.14, AP5.8 (Rufin.), 9.373.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλέρημος
-
123 χῶρος
χῶρος [(A)], ὁ,A like χώρα 1, a definite space, piece of ground, place,χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il.3.315
; διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ ib. 344; νεκύων διεφαίνετο χῶρος a space clear of the dead, i. e. not filled by them, 8.491; χ. ὑλήεις, ἐρῆμος, οἰοπόλος, ψαμαθώδης, Od.14.2, Il.10.520, 13.473, h.Merc.75; [full] πίων Hes.Op. 390; εὐαής ib. 599;καταστύφελος Id.Th. 806
;ἀσυνήθης Emp.118
; region, ἀτερπὴς χ., of the lower world, Od.11.94, cf. Emp.121; soεὐσεβῶν χ. Lycurg.96
, Pl.Ax. 371c, cf. IG12(7).115.20 ([place name] Amorgos);χ. ἀσεβῶν Pl.Ax. 371e
, Luc.Nec.12; ὁ περίγειος χ. the region of this world,τὸν π. καταλελοιπότες χῶρον μετεωροπολεῖν ἐγνώκασιν Ph.1.196
;δένδρε' ἔθαλλεν χ. Pi.O.3.23
: pl., Hdt.2.178;Βρόμιος δ' ἔχει τὸν χ. A.Eu.24
;θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.Ph. 1148
(lyr.); ;πόδες δέ οἱ οὐχ ἑνὶ χώρῳ Call.Del. 192
.II land, country, Hdt.4.30; ὁ Λιβυκὸς χ. v. l. in Id.2.19;τοῦ Ἀταρνέος ἐστὶ χ. Id.1.160
;τῆς Ἀραβίης 2.75
: pl., lands,τῶν Θηβαίων ἔκειρε τοὺς χ. Id.9.15
, cf. S.OT 1126: metaph.,τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χ. Id.Tr. 145
; χ... οὗτος (leg. αὑτός)ἀνθρώπου φρενῶν Id.Fr. 910
.2 landed property, estate, Axiop.5, X.Cyr.7.4.6.3 the country, opp. the town,ἐν τῷ χ. καὶ ἐν τῷ ἄστει Id.Oec.5.4
, cf. 11.18;σπείρω τ' ἄρουραν.. Βερέκυντα χ. A.Fr. 158
.4 country town, IG12(9).189.26 (Eretria, iv B. C., pl.);ὁ χ. ὁ Μοττιανῶν κτλ. LW1745
([place name] Gergis).—Rare in pure [dialect] Att. Prose (Th.2.20, 7.78, f.l. in Antipho 3.2.8), but common in X.------------------------------------χῶρος [(B)], ὁ,A north-west wind, Lat. corus, Act.Ap.27.12. -
124 ἀοίκητος
ἀοίκ-ητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀοίκητος
-
125 ἀπέρημος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπέρημος
-
126 ἀπολείπω
A leave over or behind,οὐδ' ἀπέλειπεν ἔγκατα Od.9.292
, cf. Heraclit.56, etc.; D.; bequeath, Test. Epict.2.3, cf. Mosch.3.97; ἀ. κληρονόμον leave as one's heir, POxy. 105.3 (ii A.D.); bequeath to posterity, of writings, D.L.8.58, cf. 7.54.2 leave hold of, lose,ψυχάν Pi.P.3.101
(tm.);βίον S.Ph.
(lyr., tm.); (lyr.): conversely, (lyr.). 3. leave behind in the race, distance: generally, surpass, X.Cyr.8.3.25, Lys.2.4;τινὰ περί τι Isoc.4.50
:—more freq. in [voice] Med. and [voice] Pass., v. infr. 4. leave undisputed: hence, admit, Chrysipp.Stoic.3.173, Phld.Piet.17, S.E.M.7.55, D.L.7.54;αἰτίαν νόσων ἀ. τὸ αἷμα MenoIatr.11.43
; [ὁ Διοκλῆς] τὴν φρόνησιν περὶ τὴν καρδίαν ἀ. Herod.
[voice] Med. in Rh.Mus.49.540.5. leave, allow,ὑπερβολὴν οὐδὲ ταῖς ἑταίραις Jul.Or.7.210d
.II desert, abandon, one's post, etc., οὐδ' ἀπολείπουσιν κοῖλον δόμον, of bees, Il.12.169, cf. Hdt.8.41, al.; ἀ. (sc. τὴν πολιορκίην) Id.7.170; τὴν ξυμμαχίαν, τὴν ξυνωμοσίαν, Th.3.9,64; of persons, ; ξεῖνον πατρώϊον ἀ. leave him in the lurch, Thgn.521;ἀπολιπὼν οἴχεται Hdt.3.48
, cf. 5.103, Ar.Ra. 83; of a wife, desert her husband, And.4.14, D.30.4 (not of the husband, Luc.Sol.9); of sailors, desert,τὴν ναῦν D.50.14.2
. c. inf., ἀ. τούτους κακῶς γηράσκειν leave them to grow old, X.Oec. 1.22.3. leave undone or unsaid,ὅσα ἀπέλιπε κτείνων τε καὶ διώκων.. σφέα ἀπετέλεσε Hdt.5.92
.ή; ὕβρεως οὐδ' ὁτιοῦν ἀ. D.54.4
, cf. Pl.R. 420a; omit, συχνὰ ἀπολείπω ib. 509c.III leave open, leave a space,ἀ. μεταίχμιον οὐ μέγα Hdt.6.77
;ἀ. ὡς πλέθρον X.An. 6.5.11
; μικρὸν ἀ. leaving a small interval, Hero Aut.27.1.IV intr., cease, fail, ; opp. γίνεται, Diog.Apoll.7; of rivers, fall, sink, Hdt.2.14,93;ἀ. τὸ ῥέεθρον Id.2.19
;τῆς θαλάττης τὰ μὲν ἀπολειπούσης, τὰ δ' ἐπιούσης Arist.Mete. 353a22
; of swallows,δι' ἔτεος ἐόντες οὐκ ἀπολείπουσι Hdt.2.22
; of youth, begin to decay, X.Smp.8.14; fail, flag, lose heart, Id.Cyr.4.2.3; of the moon, wane, Arist.APo.0.98a33.2 c. gen., to be wanting of or in a thing,προθυμίας οὐδὲν ἀ. Th.8.22
, cf. Pl.R. 533a: freq. of numbers,μηδὲν ἀ. τῶν πέντε κτλ. Id.Lg. 828b
;τῶν εἴκοσιν ὀλίγον ἀ. Arist.HA 573b16
, etc.; ἀπὸ τεσσέρων πηχέων ἀ. τρεῖς δακτύλους wanting three fingers of four cubits, Hdt.1.60, cf. 7.117; : c. inf., ὀλίγον ἀπέλιπον ἐς Ἀθήνας ἀπικέσθαι wanted but little of coming, Hdt.7.9.ά; βραχὺ ἀ. διακόσιαι γενέσθαι Th.7.70
; ;ἡ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Plu. Tim.
I.3 c. part., leave off doing,ἀ. λέγων X.Oec.6.1
: abs., ὅθεν ἀπέλιπες from the point at which.., Pl.Grg. 497c, cf. Phd. 78b, Is.5.12.B [voice] Med. ([tense] aor. ἀπελιπόμην in A.R.1.399 (tm.)), like [voice] Act.1.1, bequeath to posterity, Hdt.2.134 codd.; cf. ἀπολείψεται· ἐάσεται, Hsch.C [voice] Pass., to be left behind, stay behind, Th.7.75 (v. l. for ὑπο-) X. Cyr.1.4.20; ; to be unable to follow an argument, be at a loss, Pl.Tht. 192d.2 to be distanced by, inferior to,ἀ. [ἀπὸ] τῶν ἄλλων θηρίων Diocl.Fr.145
; to be inferior,ἔν τισι Isoc.12.61
.II to be absent or distant from, c. gen.,πολὺ τῆς ἀληθηΐης ἀπολελειμμένοι Hdt.2.106
, cf. Pl.R. 475d; (lyr.): c. gen. pers., X.Mem.4.2.40, Pl.Smp. 192d: abs., E.Or. 80, Pl.Phdr. 240c; to be deprived of,τοῦ σοῦ.. μὴ ἀπολείπεσθαι τάφου S.El. 1169
;πατρῴας μὴ ἀ. χθονός E.Med.35
;τῶν πρὶν ἀπολειφθεὶς φρενῶν Id.Or. 216
.2 to be wanting in, fall short of,ὅτι τοῦ σκώπτειν ἀπελείφθη Ar.Eq. 525
; τοῖς ἀπολειφθεῖσι (sc.τῆς παιδείας D.18.128
, cf. Isoc.12.209; ἀπολειφθεὶς ἠμῶν without our cognizance, D.19.36; to be left in ignorance of..,Id.
27.2; καιροῦ ἀ. miss the opportunity, Id.34.38, cf. Isoc.3.19; θεάματος, ἑορτῆς ἀ., Luc.DMar.15.1, Sacr.1;εἰσβολῆς Isoc.14.31
.3 remain to be done, Plb.3.39.12: impers., ἀπολείπεται λέγειν, διδάσκειν, D.L.7.85, S.E.M.7.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολείπω
-
127 ἄπορος
ἄπορος, ον, first in Hdt. and Pi. (v.infr.),A without passage, having no way in, out, or through: hence,I of places, impassable, πέλαγος, π ηλός, Pl.Ti. 25d, Criti. 108e; ὁδός, ὀ?ἄποροςXρη, X.An.2.4.4, 2.5.18.II of states or circumstances, impracticable, difficult, Hdt. 5.3, etc.; ἄ. ἀλγηδών, πάθη, S.OC 513 (lyr.), Ph. 854; τἄπορον ἔτος ib. 897;ἄ. χρῆμα E.Or.70
; ἀγών, κίνδυνος, Lys.7.2 and 39 ([comp] Sup.); ; σωτηρία λεπτὴ καὶ ἄ. ib. 699b, cf. R. 453d; ;βίος Men.Kith.Fr.1.10
;νύξ Longin.9.10
:—ἄπορον, τό, and ἄπορα, τά, as Subst., ἐκ τῶν ἀπόρων in the midst of their difficulties, Hdt.8.53, cf. Pl.Lg. 699b;εὔπορος ἐν τοῖς ἀ. Alex. 234.6
;ἄπορα πόριμος A.Pr. 904
; ἐν ἀπόροις εἶναι to be in great straits, X.An. 7.6.11; εἰς ἄπορον ἥκειν, πεσεῖν, E.Hel. 813, Ar.Nu. 703; ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο, ἦσαν, they were at a loss how to.., Th.1.25, 3.22; : ἄπορόν [ ἐστι] c. inf., Pi.O.10(11).40, Th.2.77, Aeschin.Socr.53, etc.; ἄπορά [ ἐστι] Pi.O.1.52: [comp] Comp.-ώτερος, ἡ λῆψις Th.5.110
.2 hard to discover or solve,ἀνεξερεύνητον καὶ ἄπορον Heraclit.18
; ἄ. ἐρωτήσεις, = ἀπορίαι IV, Plu.Alex.64, Luc.DMort.10.8; ;λόγοι D.L. 7.44
.3 hard to get, scarce,ἐν δυστυχίῃ [φίλον εὑρεῖν] πάντων -ώτατον Democr.106
; ; ἄπορα [ ὀφλήματα] bad debts, D.50.9.III of persons, hard to deal with, unmanageable, E.Ba. 800, Pl.Ap. 18d ([comp] Sup.), cf. Th.4.32 ([comp] Sup.): c. inf., ἄ. προσμίσγειν, προσφέρεσθαι, impossible to have any dealings with, Hdt.4.46, 9.49;βορῆς ἄνεμος ἄ.
against which nothing will avail, which there is no opposing,Id.
6.44;ἄ. τὸ κακὸν καὶ ἀνίκητον Id.3.52
.2 without means or resources, helpless,ἔρημος, ἄ. S.OC 1735
(lyr.), cf. Ar.Nu. 629, etc.;ἄ. ἐπὶ φρόνιμα S.OT 691
(lyr.); (lyr.);ἄ. γνώμῃ Th.2.59
. -
128 ἐρημάζω
A to be left lonely, go alone, ἐρημάζεσκον (Iterat.) Theoc.22.35, cf. AP7.315 (Zenod. or Rhian.):—also in [voice] Med., Satyr. Vit.Eur.Fr.39 xxi8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρημάζω
См. также в других словарях:
έρημος — έρημος, η, ο και έρμος, η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που είναι μόνος, χωρίς δικούς και φίλους: Έμεινε στον κόσμο έρημη. 2. για τόπο, αυτός που είναι έρημος από ανθρώπους, ο ακατοίκητος: Έρημη ακρογιαλιά. 3. ο αφημένος, ο αφύλαχτος, ο αδέσποτος: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρῆμος — desolate masc nom sg ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ἔρημος — ἔρη̱μος , ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυκή έρημος — Έρημος (2.000.000 τ. χλμ.) της Αφρικής. Αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα της Σαχάρας και εκτείνεται Δ του ποταμού Νείλου. Η Λ.έ. καλύπτει τον χώρο της ανατολικής Λιβύης, της δυτικής Αιγύπτου και τμήματος του βόρειου Σουδάν. Το βόρειο τμήμα της Λ … Dictionary of Greek
Αραβική έρημος — Βραχώδης έρημος της βορειοανατολικής Αφρικής που εκτείνεται μεταξύ της κοιλάδας του ποταμού Νείλου και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας. Πρόκειται για οροπέδιο με αρχαϊκή κρυσταλλοσχιστώδη σύσταση, που καλύπτεται από στρώματα ασβεστόλιθου και… … Dictionary of Greek
Αλμυρή έρημος — Στεπώδης έκταση της Μ. Ασίας, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει το Αφιόν Καραχισάρ με το Ικόνιο και τη λίμνη Τουζ Γκιολ. Ένα μέρος της λίμνης αυτής ξεραίνεται το καλοκαίρι και αποτελεί προέκταση της ερήμου. H διάβαση της Α.ε. στη… … Dictionary of Greek
Γκίμπσον, έρημος — Ερημική περιοχή στη δυτική Αυστραλία, που καλύπτει το κεντρικό τμήμα της μεγάλης Αυστραλιανής ερήμου. Βλ. λ. Αυστραλία (Γεωμορφολογία) … Dictionary of Greek
Ινδική έρημος — Βλ. λ. Ταρ … Dictionary of Greek
ἐρῆμον — ἐρῆμος desolate masc acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg ἐρῆμος desolate masc/fem acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρῆμα — ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)