-
1 ıssız
έρημος, ερημικός, απόμερος -
2 kimsesiz
έρημος, παντέρημος -
3 sahra
έρημος, πεδιάδα -
4 désert
έρημος -
5 poušť
έρημος -
6 pustý
έρημος -
7 desert
έρημος -
8 wilderness
έρημος -
9 pustynia
έρημος -
10 pustynny
έρημος -
11 Гоби
-
12 пустынный
-
13 пустыня
-
14 одинокий
επ. -ок, -а, -о.1. (απο)μονωμένος, ξεμοναχιασμένος•-ое дерево μεμονωμένο δέντρο•
-ая жизнь μοναχική (κατά μάνας) ζωή•
-ая старость μοναχικά γεράματα.
2. μόνος,μοναχός (χωρίς γονείς, συγγενείς)• έρημος•со-всм одинокий εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόναχος•
я остился совсем одинокий έμεινα μόνος κι έρημος ή σαν την καλαμιά στον κάμπο..
ως ουσ. εργένης, μπεκιάρης. || ακοινώνητος, απομονωμένος, μονήρης.3. παλ. μοναχικός, για έναν•-ая комната μοναχικό δωμάτιο.
-
15 Bare
adj.Uncovered: P. and V. γυμνός, ψιλός.Of country bare of vegetation, etc.: P. ψιλός.Empty: P. and V. κενός, ἐρῆμος, P. διάκενος.Bare of: P. and V. γυμνός (gen.), κενός (gen.), ἐρῆμος (gen.), P. ψιλός (gen.).Mere: P. ψιλός.Barely sufficient: P. and V. ἀναγκαῖος.Just listen to a few words, merely a bare outline: P. μικρὰ ἀκούσατε αὐτὰ τἀναγκαίοτα (Dem. 284).Scanty, insufficient: P. and V. ἐνδεής, σπάνιος.Bare ( unsupported statement): P. ψιλὸς λόγος.Laying their sides on the bare ground: V. ἀστρώτῳ πέδῳ πλευρὰς τίθεντες (Eur., H.F. 52).——————v. trans.P. and V. γυμνοῦν. V. γυμνὸν τιθναι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bare
-
16 Barren
adj.Desolate: P. and V. ἐρῆμος.Bare of trees: P. ψιλός.Of land: P. and V. ἄκαρπος.Of females: P. and V. ἄτοκος (Plat.). V. ἄτεκνος, ἄγονος (also Plat., met.), ἄκυμων, χέρσος, στεῖρος, Ar. and P. στέριφος (Plat.).Childless: P. and V. ἄπαις.Make barren, v. trans.: P. and V. ἐξαμβλοῦν.Barren of: P. and V. ἐρῆμος (gen.). κενός (gen.).His pyre is barren of honours: V. πυρὰ δὲ χέρσος ἀγλαϊσμάτων (Eur., El. 325).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Barren
-
17 Desolate
adj.Uninhabited: P. ἀοίκητος.Empty of men: V. κένανδρος, ἄνανδρος.——————v. trans.P. and V. ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Desolate
-
18 Destitute
adj.P. and V. ἐρῆμος.Destitute of: P. and V. ἐρῆμος (gen.).Leave destitute. v.: P. and V. ἐρημοῦν, ἐξερῆμουν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Destitute
-
19 Empty
v. trans.P. and V. κενοῦν, ἐκκενοῦν (Plat.), ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν, V. ἐκκεινοῦν.Empty over one: Ar. and P. κατασκεδαννύναι (τί τινος or τι κατά τινος), καταχεῖν (τί τινος); see Pour.V. intrans. Empty itself ( of a river): P. ἐκβάλλειν, ἐξιέναι (ἐξίημι).Empty itself into: P. ἐμβάλλειν εἰς (acc.).——————adj.P. and V. κενός, P. διάκενος.Desolate: P. and V. ἐρῆμος. Vain, useless: P. and V. μάταιος, κενός, ἀνωφελής, V. ἀνωφέλητος (also Xen.); see Vain.Empty of: P. and V. κενός (gen.), ἐρῆμος (gen.).Empty of men: V. κένανδρος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Empty
-
20 Void
adj.P. and V. κενός, P. διάκενος.Desolate: P. and V. ἐρῆμος.Void of: P. and V. κενός (gen.), ἐρῆμος (gen.); see free from.Having no legal force: P. ἄκυρος.Vain, useless: P. and V. κενός, μάταιος.——————subs.P. τὸ κενόν, τό, διάκενον.Feeling of loss: P. and V. πόθος, ὁ (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Void
См. также в других словарях:
έρημος — έρημος, η, ο και έρμος, η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που είναι μόνος, χωρίς δικούς και φίλους: Έμεινε στον κόσμο έρημη. 2. για τόπο, αυτός που είναι έρημος από ανθρώπους, ο ακατοίκητος: Έρημη ακρογιαλιά. 3. ο αφημένος, ο αφύλαχτος, ο αδέσποτος: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρῆμος — desolate masc nom sg ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ἔρημος — ἔρη̱μος , ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυκή έρημος — Έρημος (2.000.000 τ. χλμ.) της Αφρικής. Αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα της Σαχάρας και εκτείνεται Δ του ποταμού Νείλου. Η Λ.έ. καλύπτει τον χώρο της ανατολικής Λιβύης, της δυτικής Αιγύπτου και τμήματος του βόρειου Σουδάν. Το βόρειο τμήμα της Λ … Dictionary of Greek
Αραβική έρημος — Βραχώδης έρημος της βορειοανατολικής Αφρικής που εκτείνεται μεταξύ της κοιλάδας του ποταμού Νείλου και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας. Πρόκειται για οροπέδιο με αρχαϊκή κρυσταλλοσχιστώδη σύσταση, που καλύπτεται από στρώματα ασβεστόλιθου και… … Dictionary of Greek
Αλμυρή έρημος — Στεπώδης έκταση της Μ. Ασίας, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει το Αφιόν Καραχισάρ με το Ικόνιο και τη λίμνη Τουζ Γκιολ. Ένα μέρος της λίμνης αυτής ξεραίνεται το καλοκαίρι και αποτελεί προέκταση της ερήμου. H διάβαση της Α.ε. στη… … Dictionary of Greek
Γκίμπσον, έρημος — Ερημική περιοχή στη δυτική Αυστραλία, που καλύπτει το κεντρικό τμήμα της μεγάλης Αυστραλιανής ερήμου. Βλ. λ. Αυστραλία (Γεωμορφολογία) … Dictionary of Greek
Ινδική έρημος — Βλ. λ. Ταρ … Dictionary of Greek
ἐρῆμον — ἐρῆμος desolate masc acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg ἐρῆμος desolate masc/fem acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρῆμα — ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)