-
1 κατήγορος
κατήγορ-ος, ὁ,A accuser, Hdt.3.71, S.Tr. 814, And. 4.16, Lys.7.11, Pl.Ap. 18a (pl.), Apoc.12.10, etc.; δημόσιος κ. public prosecutor, PFlor.6.6 (iii A.D.); betrayer,φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κ. A.Th. 439
;ἀμέλειά ἐστι σαφὴς ψυχῆς κ. κακῆς X.Oec.20.15
; πνεῦμα ὧν κατήγορον,.. δρόμοις [ἡ φύσις] ἐκβιᾶται κατηγορέειν what the respiration reveals, Hp. de Arte 12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατήγορος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий