-
121 ευναω
1) располагать в засаде(τινα Hom.)
2) укладыватьθήρ, ὃν ἐν πύλαισι, φασί, πολυξένοις εὐνᾶσθαι Soph. — зверь (Кербер), который, говорят, лежит у широко открытых врат (Аида)
3) med.-pass. ложиться, разделять ложе(παρ΄ ἀνδράσιν Hes.; θεῷ, φιλότητι или ἐν φιλότητι Hom., Hes.)
4) успокаивать, утолять(γόον Hom.)
; med.-pass. утихать(παύσασθαι καὴ εὐνηθῆναι Hom.)
-
122 θεοστυγης
-
123 θηραγρετης
-
124 θηρολετος
-
125 κραταιος
31) могущественный, непобедимый(Μοῖρα Hom.)
2) могучий, сильный(δύω Κρόνου υἷε Hom.; θηρ Pind.; χείρ Eur.)
3) крепкий, мощный(ἔγχος Pind.; σθενος Aesch.)
ἐπὴ τὸ κραταιὸν γίγνεσθαι Luc. — усиливаться4) смелый, отважный, решительный(ἔπος Pind.)
-
126 κρατεροφρων
-
127 μιξοθηρ
-
128 νεαιρητος
21) недавно пойманный(θήρ, βούβαλις Aesch.)
2) только что захваченный, недавно взятый(πόλις Aesch.)
См. также в других словарях:
θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 … Dictionary of Greek
θήρ — beast of prey masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆρ' — θῆρα , θήρ beast of prey masc acc sg θῆρε , θήρ beast of prey masc nom/voc/acc dual θῆραι , θήρα from Thera fem nom/voc pl θῆρε , θηρίον wild animal masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek
Θῆρ' — Θῆραι , Θήρα from Thera fem nom/voc pl Θῆραι , Θήρη hunting of wild beasts fem nom/voc pl Θῆρα , Θήρης masc voc sg Θῆρα , Θήρης masc nom sg (epic) Θῆραι , Θήρης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροῖν — θήρ beast of prey masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρσί — θήρ beast of prey masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρσίν — θήρ beast of prey masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρί — θήρ beast of prey masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρῶν — θήρ beast of prey masc gen pl θήρα from Thera fem gen pl θηράω hunt pres part act masc voc sg θηράω hunt pres part act neut nom/voc/acc sg θηράω hunt pres part act masc nom sg (attic epic ionic) θηράω hunt pres part act masc nom sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρός — θήρ beast of prey masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)