-
1 χειρουργικη
-
2 χειρουργική
-
3 χειρουργικῇ
-
4 χειρουργική
η хирургия -
5 χειρουργική
χειρουργικόςof technical dexterity: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 χειρουργική
[хирургики] ουσ θ хирургия. -
7 αισθητική χειρουργική
ηkosmetische Chirurgie f -
8 χειρ-ουργικός
χειρ-ουργικός, ή, όν, zum Arbeiten oder Ausüben mit den Händen, zur Handarbeit gehörig, geschickt, praktisch; τὸ χειρουργικὸν μέρος τῆς μουσικῆς, der ausübende Theil der Musik, Plut. de mus. 13. – Bes. zum Wundarzt u. zu seiner Kunst gehörig, chirurgisch, ἡ χειρουργική, sc. τέχνη, die Wundarzneikunst, D. L. 3, 85, wo sie durch τέμνειν καὶ καίειν charakterisirt ist, u. Sp.
-
9 βελόνη
η1) см. βελόνα 1, 2;χειρουργική βελόνη — хирургическая игла;
2) игла (хвои); колючка, шип;3) стрелка (часов, весов и т. п.);μαγνητική βελόνη — магнитная стрелка;
βελόνη όπλου — боёк;
4) ж.-д. стрелка;5) морская игла (рыба); 6) вершина, пик; 7) шпиль -
10 ειδικεύω
-
11 επέμβαση
[-ις (-εως)] η1) вмешательство;η μη επέμβαση — невмешательство;
ένοπλη επέμβαση — вооружённое вмешательство;
χειρουργική επέμβαση — хирургическое вмешательство;
2) интервенция -
12 κλινική
η клиника; -
13 τική
τική эмиссионный банк;εμπορική τική — коммерческий банк;
τική υποθηκών — ипотечный банк;
2) стол;χειρουργική τική — операционный стол;
§
αγία τική ( — святой) алтарь;τική οδόντων — жевательная поверхность зубов
-
14 χειρουργικός
χειρ-ουργικός, ή, όν, zum Arbeiten oder Ausüben mit den Händen, zur Handarbeit gehörig, geschickt, praktisch; τὸ χειρουργικὸν μέρος τῆς μουσικῆς, der ausübende Teil der Musik. Bes. zum Wundarzt u. zu seiner Kunst gehörig, chirurgisch; ἡ χειρουργική, sc. τέχνη, die Wundarzneikunst
См. также в других словарях:
χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… … Dictionary of Greek
χειρουργική — η κλάδος της ιατρικής επιστήμης που ασχολείται με τη μελέτη και την εκτέλεση χειρουργικών επεμβάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρουργικῇ — χειρουργικός of technical dexterity fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργική — χειρουργικός of technical dexterity fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστική χειρουργική — Κλάδος της χειρουργικής, που ασχολείται με την αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων ανωμαλιών ή βλαβών της μορφής του σώματος. Οι αρχές της π.χ. βρίσκονται στην αρχαιότητα. Επεμβάσεις αυτού του είδους έχει αποδειχτεί ότι… … Dictionary of Greek
εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… … Dictionary of Greek
ηλεκτροχειρουργική — Χειρουργική, που γίνεται με χρήση ηλεκτρικών οργάνων. * * * η ιατρ. η χειρουργική χρησιμοποίηση τών διαφόρων ιδιοτήτων τού ηλεκτρικού ρεύματος, ειδικά τού υψίσυχνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrosurgery < electro… … Dictionary of Greek
μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… … Dictionary of Greek
εμβρυοτομία — Χειρουργική επέμβαση που αποβλέπει στον διαμελισμό εμβρύου όταν, εξαιτίας του μεγέθους του και της θέσης του, η φυσιολογική εξαγωγή του από τη φυσική γεννητική οδό (πυελογεννητικός σωλήνας) μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή της μητέρας. Οι… … Dictionary of Greek
ηπατεκτομή — Χειρουργική αφαίρεση τμήματος ή όλου του ήπατος, που γίνεται ως μέρος μεταμόσχευσης ήπατος. * * * η η χειρουργική αφαίρεση τμήματος τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatectomy < hepat (πρβλ. ήπαρ, ατoς) + ectomy (πρβλ. εκτομή)] … Dictionary of Greek
απόξεση — Χειρουργική επέμβαση. Αποβλέπει στην αποκόλληση κομματιών του ενδομητρίου, που αποτελεί την εσωτερική επιφάνεια της μητρικής κοιλότητας και στην αφαίρεσή τους για να εξεταστούν με μικροσκόπιο (βιοψία). Η επέμβαση πραγματοποιείται ύστερα από… … Dictionary of Greek