-
1 ahbaplık
φιλία, παρέα! -
2 amitié
φιλία -
3 družba
φιλία -
4 přátelství
φιλία -
5 amity
φιλία -
6 friendship
φιλία -
7 przyjaźń
φιλία -
8 дружба
дружба ж η φιλία \дружба народов η φιλία των λαών завязать \дружбау συνάπτω φιλία* * *жη φιλίαдру́жба наро́дов — η φιλία των λαών
завяза́ть дру́жбу — συνάπτω φιλία
-
9 дружба
дру́жб||аж ἡ φιλία, ἡ φιλική σχέσις:\дружба народов ἡ φιλία τῶν λαῶν быть в \дружбае с... εἶμαι φίλος μέ..., ἔχω φιλία μέ..., ἔΧω φιλικές σχέσεις· ◊ не в слу́жбу, а в \дружбау погов. χάριν φιλίας. -
10 дружба
-ы θ.φιλία•свести -у πιάνω φιλία•
под видом -ы κάνοντας το φίλο•
быть в -е είμαι φίλος, συνδέομαι με φιλία•
не в службу, а в -у όχι υπηρεσιακά, αλλά φιλικά, χάρη φιλίας, σαν φίλος.
-
11 братский
братский αδελφικός, αδελφός \братскийая дружба η αδελφική φιλία \братскийие страны οι αδελφές χώρες ◇ \братскийая могила о κοινός τάφος* * *αδελφικός, αδελφόςбра́тская дру́жба — η αδελφική φιλία
••бра́тская моги́ла — ο κοινός τάφος
-
12 дружить
-
13 настоящий
настоящий 1) (подлинный) πραγματικός, σωστός· \настоящийая дружба η πραγματική φιλία 2) (нынешний) τωρινός, σημερινός в \настоящийее время τώρα ◇ \настоящийее время грам. о ενεστώτας* * *1) ( подлинный) πραγματικός, σωστόςнастоя́щая дру́жба — η πραγματική φιλία
2) ( нынешний) τωρινός, σημερινόςв настоя́щее вре́мя — τώρα
••настоя́щее вре́мя — грам. ο ενεστώτας
-
14 содружество
содружество с η συνεργασία, η κοινοπραξία (сотрудничество )' η φιλία (дружба)' страны социалистического \содружествоа οι χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας* * *с -
15 friendship
1) (the state of being friends: Friendship is a wonderful thing.) φιλία2) (a particular relationship between two friends: Our friendship grew through the years.) φιλία -
16 брудершафт
-а α.пить брудершафт ή пить на брудершафт πίνω για τη φιλία, εγκαινιάζω τη φιλία με πιοτό. -
17 врозь
επίρ.χώρια, χωριστά, ξέχωρα, κατ’ ιδίανжить врозь ζω χώρια•дружба дружбой, а деньги врозь η φιλία είναι φιλία, όμως τα χρήματα χώρια•
дело врозь идет η υπόθεση πάει κατά διαβόλου.
-
18 подружить
-жу, -жишьρ.σ.1. μ. συνδέω με φιλία.2. βλ. подружиться.γίνομαι φίλος, συνδέομαι, σχετίζομαι με φιλία. -
19 приятельство
-а ουδ.φιλία•по -у από φιλία, για λόγους φιλίας.
-
20 раздружить
ρ.σ.μ. κάνω να φιλονικήσουν οι φίλοι χωρίζω φίλους, χαλνώ τη φίλια•раздружить старых приятелей βάζω τους παλαιούς φίλους να μαλώσουν•
раздружить со старым другом κόβω τη φιλία με τον παλαιό φίλο.
τα χαλώ με το φίλο, κόβω σχέσεις. || μτφ. ξεκόβω, χάνω κάθε δεσμό.
См. также в других словарях:
φιλία — φιλίᾱ , φίλιος friendly fem nom/voc/acc dual φιλίᾱ , φίλιος friendly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φιλίᾱ , φιλία affectionate regard fem nom/voc/acc dual φιλίᾱ , φιλία affectionate regard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλίᾳ — φιλίᾱͅ , φίλιος friendly fem dat sg (attic doric aeolic) φιλίαι , φιλία affectionate regard fem nom/voc pl φιλίᾱͅ , φιλία affectionate regard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλία — φιλία, η και φιλιά, η το να είναι κανείς φίλος άλλου, η αμοιβαία αγάπη από εκτίμηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους, η οικειότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. — φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. См. Одна думка одно и сердце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φιλία — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… … Dictionary of Greek
φιλιά — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… … Dictionary of Greek
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δνοῖν τήμασιν. — См. Половина! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φίλια — φίλιος friendly neut nom/voc/acc pl φίλιος friendly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. — ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. См. При пиве, при бражке много братьев … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φιλίας — φιλίᾱς , φίλιος friendly fem acc pl φιλίᾱς , φίλιος friendly fem gen sg (attic doric aeolic) φιλίᾱς , φιλία affectionate regard fem acc pl φιλίᾱς , φιλία affectionate regard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλίαι — φιλίᾱͅ , φίλιος friendly fem dat sg (attic doric aeolic) φιλία affectionate regard fem nom/voc pl φιλίᾱͅ , φιλία affectionate regard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)