-
61 тёплый
επ., βρ: тпел, тепла, тепло πλθ. теплы κ. теплы.1. ζεστός, θερμός. тёплый чай ζεστό τσάι•тёплый воздух ζεστός αέρας•
-ая погода ζεστός καιρός•
тплые страны οι θερμές χώρες•
тёплый климат θερμό κλίμα•
тёплый день ζεστή μέρα•
-ые носки ζεστές κάλτσες.
2. εγκάρδιος, φιλόφρονας, καλός•тёплый прим θερμή υποδοχή•
спосибо вам за -ые слова σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια•
-ая дружба εγκάρδια φιλία.
3. μτφ. ευχάριστος, ευάρεστος (για χρώμα, ήχο, μυρουδιά).εκφρ.- ые воды – θερμά ιαματικά νερά•- ая компания – στενή παρέα•сказать пару -ых слов – (απλ.) λέγω δυο λόγια τσουχτερά• μαλώνω κάποιον. -
62 уверение
-я ουδ.διαβεβαίωση•уверение в дружбе διαβεβαίωση φιλίας (πίστης στη φιλία)•
уверение в любви διαβεβαίωση αγάπης (πίστης στην αγάπη)•
я не верю -ям δεν πιστεύω στις διαβεβαίωσε ις.
-
63 укрепить
ρ.σ.μ.1. στερεώνω, στεργιώνω πιο γερά• σταθεροποιώ• συνδέω πιο γερά•укрепить ш10-тину στερεώνω πιο γερά το φράγμα•
укрепить доску гвоздями καρφώνω γερά τη σανίδα.
|| μτφ. δυναμώνω•укрепить власть στεργιώνω την εξουσία•
-дружбу δυναμώνω τη φιλία.
2. τονώνω, ενισχύω•южный климат -ил его здоровье το νότιο κλίμα καλυτέρευσε την υγεία του•
укрепить нервы τονώνω τα νεύρα•
свежий воздух -ил его лгкие ο φρέσκος (καθαρός) αέρας τόνωσε τα πνευμόνια του.
3. (στρατ.) οχυρώνω•укрепить местность οχυρώνω την τοποθεσία•
укрепить город οχυρώνω την πόλη.
4. ισχυροποιώ, κραταιώνω•страну κάνω τη χώρα ισχυρή (κραταιά).
1. στερεώνομαι, στεργιώνομαι • σταθεροποιούμαι.2. δυναμώνω• τονώνομαι•нервы -лись τα νεύρα τονώθηκαν.
|| ισχυροποιούμαι.3. μτφ. θεμελιώνομαι, ριζώνω• μένω ακλόνητος, ακράδαντος•укрепить в своих убеждениях μένω ακλόνητος στις πεποιθήσεις μου.
4. οχυρώνομαι•войска -лись на склонах горы τα στρατεύματα οχυρώθηκαν στις πλαγιές του βουνού.
-
64 хлеб
-а, πλθ. хлебы κ. хлеба α.1. ψωμί•пшеничный хлеб σιταρίσιο ψωμί•
белый хлеб άσπρο ψωμί•
чрный хлеб μαύρο ψωμί•
ржаной хлеб βρίζινο ψωμί•
кусок -а κομμάτι ψωμιού•
ломоть -а η φέτα ψωμιού•
чрстый хлеб μπαγιάτικο ψωμί•
пеклеванный хлеб μαύρο βρίζινο ψωμί•
домашний -σπιτίσιο ψωμί.
2. το σιτάρι. || πλθ. -а τα σιτηρά, τα δημητριακά• τα γεννήματα. || τα αγρωστοειδή, -ώδη, τα σιτοειδή, -ώδη.3. πλθ. хлеба τροφή• διατροφή.,4. μτφ. μέσα ύπαρξης, συντήρησης•добывать хлеб βγάζω το ψωμί•
отбивать хлеб у кого κόβω στερώ (στερώ) το ψωμί κάποιου•
лёгкий хлеб εύκολη απόκτηση ψωμιού (των μέσων συντήρησης).
εκφρ.насущный хлеб – α) ο επιούσιος άρτος, β) το πιο βασικό για την ύπαρξη• —соль; хлеб да соль; хлеб и соль καλή όρεξη (ευχή)• —соль α) τρατάρισμα, προσφορά, κέρασμα, β) φροντίδα, μέριμνα• κηδεμονία;•водить —соль с кем – πιάνω φιλία, σχέσεις με κάποιον•жить на -ах у кого – α) ζω οικότροφος σε κάποιον, β) παρασιτώ σε κάποιον. -
65 школьный
επ.σχολικός, του σχολείου•школьный хор σχολική χορωδία•
-ая дружба σχολική φιλία.
|| μαθητικός, του μαθητή•школьный костюм η μαθητική στολή•
школьный возраст σχολική ηλικία•
-ые каникулы σχολικές διακοπές•
-ые принадлежности τα σχολικά είδη.
-
66 Affection
subs.P. and V. φιλία, ἡ.Love: P. and V. ἔρως, ὁ.Desire: πόθος, ὁ (Plat. but rare P.), ἵμερος, ὁ (Plat. but rare P.).Goodwill: P. and V. εὔνοια, ἡ, P. φιλανθρωπία, ἡ.Parental love: V. στέργηθρον, τό (Æsch., Choe. 241).Love for one's husband: V. φιλανδρία, ἡ.Bodily affection: P. πάθος, τό, πάθημα, τό.Disease: P. and V. νόσος, ἡ, νόσημα, τό.The bonds of natural affection: P. τὰ τῆς φύσεως οἰκεῖα (Dem. 1117).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Affection
-
67 Alliance
subs.Ar. and P συμμαχία, ἡ.Friendship: P. and V. φιλία, ἡ.Treaty: P. and V. σπονδαί, αἱ.Alliance by marriage: P. and V. κῆδος, τό, κηδεία, ἡ, κήδευμα, τό.Marriage: P. and V. γάμος, ὁ, V. λέχος, τα, or pl., λέκτρον, τό, or pl.Defensive alliance: P. ἐπιμαχία, ἡ.In alliance with: P. and V. ἔνσπονδος (dat. or gen.).In accordance with the terms of the alliance: P. κατὰ τὸ συμμαχικόν (Thuc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Alliance
-
68 Attachment
subs.Anything that fastens: P. and V. δεσμός, ὁ, σύνδεσμος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Attachment
-
69 Companionship
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Companionship
-
70 Fondness
subs.P. and V. φιλία, ἡ.Love: P. and V. ἔρως, ὁ.Goodwill: P. and V. εὔνοια, ἡ.Parental fondness: V. στέργηθρον, τό (Æsch., Choe. 241).Fondness for one's husband: V. φιλανδρία, ἡ.Folly: see Folly.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fondness
-
71 Friendship
subs.P. and V. φιλία, ἡ, ἑταιρεία, ἡ.Acquaintance: P. οἰκειότης, ἡ, συνήθεια, ἡ, χρεία, ἡ, γνώρισις, ἡ (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Friendship
-
72 Intercourse
subs.Want of mutual intercourse: P. ἀμιξία ἀλλήλων (Thuc. 1, 3).I bear with me a curse that bars all friendly intercourse: V. οὐ γὰρ ἄτας εὐπροσηγόρους φέρω (Eur., H.F. 1284).Have intercourse with, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), κοινωνεῖν (dat.), κοινοῦσθαι (dat.), συναλλάσσειν (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), συνεῖναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), πλησιάζειν (dat.) (Dem. 925), συμμίγνυσθαι ( pass) (dat.), P. ἐπιμιγνύναι (or pass.) (dat.), ἐπιμίσγειν (absol.), Ar. and P. συμμιγνύναι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Intercourse
-
73 Love
v. trans.As parents love children and vice versa: P. and V. στέργειν, P. ἀγαπᾶν.Love in return: P. ἀντιφιλεῖν (acc.), P. and V. ἀντερᾶν (gen.) (Xen.).Join in loving: V. συμφιλεῖν (absol.).——————subs.P. and V. ἔρως, ὁ (acc. sometimes ἔρον in V.).Desire: P. and V. πόθος, ὁ (Plat. but rare P.), ἵμερος, ὁ (Plat. but rare P.).Friendship: P. and V. φιλία, ἡ.Good-will: P. and V. εὔνοια, ἡ.Parental love: V. στέργηθρον, τό (Æsch., Choe. 241).Object of love: see Darling.Love for one's husband: V. φιλανδρία, ἡ.Goddess of love: P. and V. Ἀφροδίτη, ἡ.Gratification of love: P. τὰ ἀφροδίσια.Of love, adj.: P. ἐρωτικός.A love affair: P. ἐρωτικὴ συντυχία (Thuc. 6, 54).Love-charm: P. and V. φίλτρον, τό. V. στέργημα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Love
-
74 camaraderie
1) φιλία2) συντροφικότητα
См. также в других словарях:
φιλία — φιλίᾱ , φίλιος friendly fem nom/voc/acc dual φιλίᾱ , φίλιος friendly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φιλίᾱ , φιλία affectionate regard fem nom/voc/acc dual φιλίᾱ , φιλία affectionate regard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλίᾳ — φιλίᾱͅ , φίλιος friendly fem dat sg (attic doric aeolic) φιλίαι , φιλία affectionate regard fem nom/voc pl φιλίᾱͅ , φιλία affectionate regard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλία — φιλία, η και φιλιά, η το να είναι κανείς φίλος άλλου, η αμοιβαία αγάπη από εκτίμηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους, η οικειότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. — φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. См. Одна думка одно и сердце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φιλία — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… … Dictionary of Greek
φιλιά — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… … Dictionary of Greek
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δνοῖν τήμασιν. — См. Половина! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φίλια — φίλιος friendly neut nom/voc/acc pl φίλιος friendly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. — ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. См. При пиве, при бражке много братьев … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φιλίας — φιλίᾱς , φίλιος friendly fem acc pl φιλίᾱς , φίλιος friendly fem gen sg (attic doric aeolic) φιλίᾱς , φιλία affectionate regard fem acc pl φιλίᾱς , φιλία affectionate regard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλίαι — φιλίᾱͅ , φίλιος friendly fem dat sg (attic doric aeolic) φιλία affectionate regard fem nom/voc pl φιλίᾱͅ , φιλία affectionate regard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)