-
1 παρά-πτωσις
παρά-πτωσις, ἡ, das Danebenfallen, das Abkommen vom rechten Wege, Irrthum, Fehltritt, Pol. 16, 20, 5; εἰς τοιαύτην ἄγνοιαν καὶ παράπτωσιν τοῦ καϑήκοντος ἧκεν, 15, 23, 5, Abirrung von der Pflicht; Sext. Emp. adv. gramm. 210, u. a. Sp.; τοῦ τόπου, Lage des Ortes neben dem Wege, Pol. 4, 32, 5. – Verfolgung, Pol. 3, 115, 11.
-
2 μετ-οίκησις
μετ-οίκησις, ἡ, das Umziehen, Verändern des Wohnorts, ἡ μετ. ἡ ἐνϑένδε ἐκεῖσε, Plat. Phaed. 117 c; auch μετοίκησις τῇ ψυχῇ τοῦ τόπου τοῦ ἐνϑένδε εἰς ἄλλον τόπον, Apol. 40 c; Sp.
-
3 ἀ-μβροσία
ἀ-μβροσία, ἡ (substantivirtes fem. von ἀμβρόσιος, scil. ἐδωδή), Ambrosia, die Speise der Götter, Od. 5, 199 τῇ δὲ (der Kalypso) παρ' ἀμβροσίην καὶ νέκταρ ἔϑηκαν; 93 ϑεὰ παρέϑηκε τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα, κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυϑρόν, für Hermes; Odysseus ißt keine Ambrosia, 196 s.; aber dem Achill wird Ambrosia eingeflößt Iliad. 19, 347 (Zeus spricht zur Athene) ἀλλ' ἴϑι οἱ νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινὴν στάξον ἐνὶ στήϑεσσ', ἵνα μή μιν λιμὸς ἵκηται, 353 ἡ δ' Ἀχιλῆι νέκταρ ἐνὶ στήϑεσσι καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινην στάξ', ἵνα μή μιν λιμὸς ἀτερπὴς γούναϑ' ἵκοιτο; 19, 38 Πατρόκλῳ δ' αὖτ' ἀμβροσίην καὶ νέκταρ ἐρυϑρὸν στάξε (Thetis) κατὰ ῥινῶν, ἵνα οἱ χρὼς ἔμπεδος εἴη; gegen den Geruch der Robben schützt Eidothea den Menelaos u. seine Leute Od. 4, 445 ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνα ἑκάστῳ ϑῆκε φέρουσα ἡδὺ μάλα πνείουσαν, ὄλεσσε δὲ κήτεος ὀδμήν; zum Waschen gebraucht Hera die A. Iliad. 14, 170 ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς ἱμερόεντος λύματα πάντα κάϑηρεν, ἀλείψατο δὲ λίπ' ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεϑυωμένον ἦεν; also das ἀμβρόσιον ἔλαιον ist verschieden von der Ambrosia, letztere dient nur als Seife; aber des Sarpedon Leichnam wird mit Ambrosia gesalbt Iliad. 16, 670. 680 λοῠσον (λοῠσεν) ποταμοῖο ῥοῇσιν χρῖσόν (χρῖσέν) τ' ἀμβροσίῃ; von gutem Weine sagt der Cyclop Od. 9, 359 ἀλλὰ τόδ' ἀμβροσίης καὶ νέκταρός ἐστιν ἀπορρώξ; den Pferden der Hera schafft der Simoeis Ambrosia zum Futter Iliad. 5, 777 τοῖσιν δ' ἀμβροσίην Σιμόεις ἀνέτειλε νέμεσϑαι; dem Zeus bringen sie Tauben durch die Plankten fliegend Od. 12, 63 πέλειαι τρήρωνες, ταί τ' ἀμβροσίην Διὶ τατρὶ φέρουσιν; – Alkman, Sappho, Anaxandrides nannten die Götterspeise Nektar, den Trank Ambrosia, Athen. 2, 39 a; der Grund ist das Mißverstehen von Iliad. 14, 170; Aristonic. Scholl. daselbst ἡ διπλῆ, ὅτι ἐκ τούτου τοῦ τόπου πλανηϑέντες τινὲς ὑπέλαβον τὴν ἀμβροσίαν εἶναι ὑγρὰν τροφήν, ders. 19, 39 νέκταρ καὶ ἀμβροσίην στάξε κατὰ ῥινῶν: συλληπτικῶς ἐπὶ τῆς ἀμβροσίας, 348 νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην στάξον ἐνὶ στήϑεσσι: ἡ διπλῆ, ὅτι κατ' ἀμφοτέρων τὸ στάξον, τῆς ἀμβρο-σίας καὶ τοῠ νέκταρος· ἡ γὰρ ἀμβροσία ἐστὶ ξηρὰ τροφή; – Pind. Ol. 1, 62 ἁλίκεσσι συμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν; ἀμβροσίην στάζειν Philod. 18 (5, 13). – Nach Ath. XI, 473 b eine Michung von ὕδωρ ἀκραιφνές, ἔλαιον, παγκαρπία, verschiedenen Früchten). – Uebertr. ἀμβροσίαν λόγων κατεσκέδασέ μου Luc. Nigr. 3. – Bei den Aerzten ein Trank, auch ein Pflaster.
-
4 ἐνθένδε
ἐνθένδε ( ἔνϑεν), von hier aus, von hier weg, gew. – 1) vom Orte, Od. 11, 69 Il. 8, 725; Aesch. Prom. 709 u. Folgde; ἐκεῖϑεν ἀλλ' οὐκ ἐνϑένδε Plat. Phaedr. 229 d; ἐνϑένδε γίγνεσϑαι Theaet. 194 c; μαϑήσει ἐνϑένδε Polit. 289 d; ἐνϑένδε ποϑὲν ἀρξάμενος, etwa von hier anfangend, Conv. 178 a; Xen. An. 7, 7, 17 Thuc. 2, 1. Mit einer häufigen Attraction, τοὺς ἐνϑένδε ἐκεῖσε πορεῦσαι Plat. Phaed. 107 e, eigtl. die hier von hier dorthin bringen; τοῠ τόπου τοῦ ἐνϑένδε εἰς ἄλλον τόπον Apol. 40 c; Xen. Cyr. 2, 4, 16. – 2) von der Zeit, von jetzt an, hierauf; δεινὰ ἦν τἀνϑένδ' ὁρᾶν Soph. O. R. 1267, das Folgende; El. 1299 Phil. 883; ὁ ἐνϑένδε λόγος, das Weitere, Eur. Troad. 931.
-
5 παράπτωσις
παρά-πτωσις, ἡ, das Danebenfallen, das Abkommen vom rechten Wege, Irrtum, Fehltritt; εἰς τοιαύτην ἄγνοιαν καὶ παράπτωσιν τοῦ καϑήκοντος ἧκεν, Abirrung von der Pflicht; τοῦ τόπου, Lage des Ortes neben dem Wege; Verfolgung -
6 κατ-αυλέω
κατ-αυλέω, Einem auf der Flöte vorspielen, Einen durch Flötenspiel vergnügen, einnehmen, bezaubern; ὅταν τις μουσικῇ παρέχῃ καταυλεῖν Plat. Rep. III, 411 a; καταυλῆσαί τινος Legg. VII, 790 e; Ael. H. A. 12, 44 u. a. Sp.; τοῦ τόπου, mit dem Spiel erfüllen, Ath. XIV, 624 b; τὰ μητρῷα, am Fest der Cybele die Flöte blasen, ib. 618 c; übertr., τάχα σ' ἐγὼ μᾶλλον χορεύσω καὶ καταυλήσω φόβῳ, in Furcht verstricken, Eur. Herc. Fur. 871. – Pass. sich auf der Flöte vorspielen lassen, sich am Flötenspiel ergötzen, μεϑύων καὶ καταυλούμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; Posidon. bei Ath. V, 210 f; Sp., wie D. Hal. 2, 19; κρούων τύμπανα καὶ καταυλούμενος τὸν βίον κατέστρεψεν Ael. V. H. 9, 8; νῆσος κατηυλεῖτο, die Insel erklang vom Flötenspiel, Plut. Anton. 56. – Bei Suid. auch = verspottet werden, χλευάζεσϑαι.
-
7 κατα-ψῑλόω
κατα-ψῑλόω, ganz nackt od. kahl machen, Hesych.; καταψιλωϑέντος τοῦ τόπου D. Sic. 20, 96.
-
8 λιγυρός
λιγυρός, hell, laut tönend, vom durchdringenden, scharfen Ton, vom sausenden, pfeifenden Winde, ὦρτο δὲ κῠμα πνοιῇ ὑπὸ λιγυρῇ, Il. 23, 215, vgl. 5, 526. 13, 590; von der sausenden Peitsche, 11, 532, wie Soph. Ai. 242; von der Stimme der Sirenen, Od. 12, 44. 183, vom hellen Gesange eines Vogels, Il. 14, 290; ἀοιδή, Hes. O. 657 (wie Theocr. 15, 135); σύριγγες, Sc. 278; ἀκόνας λιγυρᾶς, Pind. Ol. 6, 82; sp. D., οἴμη, μέλος, Anacr. 32, 14. 59, 6. Auch in Prosa, τὸ εὔπνουν τοῦ τόπου ϑερινὸν καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ, Plat. Phaedr. 230 c, schwirrend; λιγυρὰν φωνὴν ἔχει Arist. H. A. 9, 17; Sp., wie μέλη λιγυρώτατα Luc. Phalar. 1, 11; λιγυρὸν καὶ ϑρηνῶδες, von der chromatischen Tonleiter, S. Emp. adv. mus. 50. – Uebh. angenehm, reizend, Xen. Cyn. 4, 1 u. Sp. – Adv., λιγυρῶς ἀείδειν, Theocr. 8, 71, Luc. D. Mar. 8, 2.
-
9 καταυλέω
κατ-αυλέω, einem auf der Flöte vorspielen, einen durch Flötenspiel vergnügen, einnehmen, bezaubern; τοῦ τόπου, mit dem Spiel erfüllen; τὰ μητρῷα, am Fest der Cybele die Flöte blasen; übertr., τάχα σ' ἐγὼ μᾶλλον χορεύσω καὶ καταυλήσω φόβῳ, in Furcht verstricken. Pass. sich auf der Flöte vorspielen lassen, sich am Flötenspiel ergötzen; νῆσος κατηυλεῖτο, die Insel erklang vom Flötenspiel; auch = verspottet werden -
10 καικίας
καικίας, ὁ, der Nordostwind, nach Arist. de mundo 4 der Euros ὁ ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς ϑερινὰς ἀνατολὰς τόπου πνέων, wie Meteorl. 2, 6; komisch Ar. Equ. 435 ὡς οὗτος ἤτοι Καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ
-
11 εὖρος
εὖρος, ὁ (wahrscheinlich von ἠώς, ἕως, Morgenwind, im Ggstze zum ζέφυρος, von ζόφος, nach Andern von αὔρα, vgl. Butim. Lexil. Ip. 120), der Ost-, oder genauer Südostwind, lat. Eurus, Volturnus, Il. 2, 145 u. Folgde. Nach Arist. mund. 4 εὖροι οἱ ἀπὸ ἀνατολῆς συνεχεῖς πνέοντες ἄνεμοι, u. nachher genauer ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς χειμερινὰς ἀνατολὰς τόπου; daher Meteorl. 2, 6 γειτνιῶν τῷ νότῳ. Vgl noch ἀπηλιώτης u. καικίας.
См. также в других словарях:
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
συντεταγμένη — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι συντεταγμένες αριθμοί ή ζεύγη αριθμών ή τριάδες ή τετράδες αριθμών με τη βοήθεια τών οποίων καθορίζεται η θέση ενός σημείου ευθείας, επιπέδου, τού χώρου ή τού χρονοχώρου, αντίστοιχα 2. φρ. α) «άξονες συντεταγμένων»… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek