-
41 πραξις
эп.-ион. πρῆξις - εως ἥ1) делоπ. ἰδίη, οὐ δήμιος Hom. — личное, а не общественное дело;
κατὰ πρῆξιν ἢ μαψιδίως ; Hom. — по делу или без дела?2) торговое дело, торговля3) событие, происшествиеἐφοβεῖτο αὐτοὺς διὰ τέν περὴ τῶν Μαντινικῶν πρᾶξιν Thuc. — (Алкивиад) опасался (элидян) в связи с мантинейской историей
4) исход, результат(π. φίλα Pind.; π. οὐρία Aesch.)
5) благоприятный исход, успех, польза(οὔ τις π. ἐγίγνετο Hom.)
ἄνευ τούτων οὐκ ἂν εἴη π. Xen. — без этого ничего не выйдет6) действие, деяние, деятельность(πράξεις ἀποστόλων NT.)
πράξεσιν, οὐχὴ λόγοις Dem. — действиями, а не словами;αἱ τῶν ἀγαθῶν πράξεις Plat. — созидание благ;τῶν χειρῶν πράξεις Plat. — движения рук;π. ποιητική Plat. — поэтическое творчество;7) дельность, опытность, предприимчивость8) общение(ἥ π. ἥ γεννητική Arst.)
ἥ π. Aeschin. — половой акт9) положение, состояние, судьбаτέν ἑωϋτοῦ πρῆξιν ἀπέκλαιε Her. — (Камбис) оплакивал свою судьбу;
πέφρικ΄ εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς Aesch. — я содрогаюсь, видя участь Ио10) хитрость, козни(π. καὴ ἐπιβουλέ ἐπὴ τέν πόλιν Polyb.)
π. κατά τινος и ἐπί τινα Polyb. — козни против кого-л.11) исполнение, свершение(τοῦ ἔργου Plat.)
ταχεῖα γ΄ ἦλθε χρησμῶν π.! Aesch. — быстро же осуществились прорицания!12) взимание, взыскание(τοῦ μισθοῦ Plat.; τῶν καταδικασθέντων Arst.)
13) требование (о возврате чего-л.), притязаниеπρᾶξίν τινος λαβεῖν Eur. — получить возмещение за что-л.
14) pl. политическая или общественная деятельностьἡ περὴ τὰς πράξεις ἐπιστήμη Dem. — политическая наука
-
42 στραγγουρια
-
43 мочевина
хим. η ουρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мочевина
-
44 мочевина
моче||винаж хим. ἡ οὐρία. -
45 ουρίη
-
46 οὐρίη
-
47 ουρίην
-
48 οὐρίην
-
49 ούριαι
-
50 οὔριαι
-
51 мочевина
[ματσιβίνα] ουσ. θ. ουρία -
52 βία
βῐα (βία, -ας, -αν)1 power, might, esp. of physical strength. Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν (sc. οἱ Ἀργοναῦται; “intellego de ludis dictum,” Schroeder) P. 4.212βία δὲ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14
[Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν [σᾷ] βᾳ πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (supp. Bury: ιᾶι Π.: οὐρίᾳ Blass, alia alii) Πα. 2. 1. ν]υκτὶ βίας ὁδόν[ fr. 169. 19. periphrastically, c. gen., = mightyἕλεν δΟἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον O. 1.88
Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61
Ἐνδαΐδος ἀριγνῶτες υἱοὶ καὶ βία Φώκου κρέοντος N. 5.12
ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν N. 10.73
ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον N. 11.22
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ I. 8.54
-
53 κατέχω
+ V 5-15-6-19-8=53 Gn 22,13; 24,56; 39,20; 42,19; Ex 32,13A: to hold [τι] Ct 3,8; to hold back [τι] 1 Chr 13,9; to withhold, to take, to lay hold on [τινα] 2 Sm 2,21; to withhold from [τινα ἀπό τινος] Ps 118(119),53; to keep, to prevent from going away [τινα] Gn 24,56; to keep, to detain (prisoners) [τινα] Gn 39,20; to keep, to live with [τινα] Prv 18,22a; to possess [τι] Ex 32,13; id. [τινα] Prv 19,15; id. [τινος] Ps 72(73),12; to gain possession of [τι] Jos 1,11; id. [τινα] (metaph.) Jb 15,24; to rule, to control [τινος] 1 Mc 6,27; to seize, to occupy [τινος] 2 Chr 15,8; to cling to [τινος] 1 Kgs 1,51; to fill in, to repair [τι] 2 Kgs 12,13P: to be held Gn 22,13; to refrain from [τινος] Ru 1,13ὅμως οὐ κατέσχεν ἐπιτελέσαι τὸ σχέτλιον αὐτοῦ βούλημα nevertheless he did not succeed in having his merciless will done 2 Mc 15,5; ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν κατέσχεν υἱὸς Ουρια the son of Uria made repairs next to them Neh 3,4, cpr. 2 Kgs 12,13Cf. DELEKAT 1964a, 172; HARL 1986a 194-195(Gn 22,13); 1986c=1992a 68; SPICQ 1982, 379-385;→TWNT -
54 мочевина
[ματσιβίνα] ουσ θ ουρία -
55 кайра
-ы θ.ουρία, γένος στεγανόπόδων των βόρειων θαλασσών. -
56 мочевина
-ы θ. (ιατρ.) ουρία, καρβαμίδιο. -
57 δίσκουρα
A quoit's cast, as a measure of distance,ἐς δίσκουρα λέλειπτο Il.23.523
:—also [suff] δισκ-ούρια, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίσκουρα
-
58 μέσφα
A until, c. gen.,μέσφ' ἠοῦς Il.8.508
; as far as,μ. αὐτῶν γονάτων Arat.725
: c. acc.,μ. τό γ' ἐχθές Theoc.2.144
;μ. τὰ πρυτανήϊα Call.Cer. 129
: with Preps.,μέσφ' ἐς Id.Del. 47
; μέσφα ποτί prob. in AP12.97 (Antip.);μ. παρά Arat.599
. -
59 πομπή
A conduct, escort,θεῶν ὑπ' ἀμύμονι πομπῇ Il.6.171
; ;π. δόμεναι 9.518
;πομπᾷ Διὸς ξενίου A.Ag. 748
(lyr.);θείῃ π. χρεώμενος Hdt.1.62
, cf.3.77; οὐρία π., of a fair wind, E.IA 352 (troch.); also ἀνταίαν πνεῦσαι π. ib. 1324 (lyr.): in pl.,Ἀπολλωνίαις πομπαῖς Pi.P.5.91
;Ζεφύροιο πομπαί Id.N.7.29
;βασιλέως ὑπὸ πομπαῖς A.Pers.58
(anap.), etc.b concrete, an escort,ὑπ' εὔφρονι πομπᾷ Id.Eu. 1034
(lyr.).2 sending away, sending home,ἔπειτα δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα Od.7.191
, cf. 8.545, etc.; ;τεῦχε δὲ πομπήν 10.18
, cf. Pi.P.4.164;πομπᾶς ἁγεμών E.Rh. 229
(lyr.).3 mission, θεοῦ τινος πομπῇ sent by.., of a dream, Hdt.7.16.β, cf. Pl.R. 383a; κατὰ σημείων πομπάς ib. 382e: simply, sending,ξύλων Th.4.108
.II solemn procession,Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦντο Heraclit.15
; in procession,Hdt.
2.45;σὺν πομπῇ Id.7.197
;πομπὴν πέμπειν Id.5.56
, Ar.Av. 849, Th.6.56; τὰς π. πεμπειν, pompeu=sai D.4.26, IG22.1028.14; τῆς π., ὅπως ἂν ὡς κάλλιστα πεμφθῇ ib.12.84.26; τινι in honour of a god, Ar.Ach. 248; μήλων κνισάεσσα πομπά the flesh of sheep for sacrifice carried in procession, Pi.O.7.80.b at Rome, triumphal procession, Plb.6.39.9, etc.: generally, τείνειν π. lead a long procession, of a military expedition, A.Th. 613.2 metaph., pomp, parade,π. καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμός Pl.Ax. 369d
.3 personified, on a vase, AJA30.424. -
60 στόρνυμι
A ; part. στορνύντες, στορνύντα, Hdt.7.54, S.Tr. 902; compd. καστορνῦσα ( = καταστ-) Od.17.32; also [full] στορνύω (v.l. στρωννύω), A.D.Synt. 295.4; [full] στρώννῡμι, A.Ag. 909, Com.Adesp. 1211 (written with one ν in SIG589.44 (Magn. Mae., ii B.C.), but with two, ib.9); also [full] στρωννύω, Aristid.1.216J., ([etym.] ὑπο-) Ath.2.48d: [tense] impf.ἐστρώννυον Ev.Matt.21.8
: later [full] στορεννύω, [full] στορέννυμι, Eust.748.31,32; [tense] pres. part. στορεννύς (v.l. στρωννύς) Sch.Ar.Ach. 877: [tense] fut. στορῶ ([etym.] παρα-) Ar.Eq. 481, ([etym.] ὑπο-) Eub.90.1; also , ([etym.] ὑπο-) E.Hel.59, Amphis 46; and στρωννύσω ([etym.] ἐπι-) Ps.-Luc.Philopatr. 24; [dialect] Dor. inf.στορεσεῖν Theoc.6.33
: [tense] aor. ἐστόρεσα, [dialect] Ep. and Lyr. στόρεσα, Il.9.621, 660, al., B.12.129, A.Pr. 192 (anap.), Hdt.8.99; alsoἔστρωσα Id.6.139
, A.Ag. 921: [tense] pf. : [tense] plpf.ἐστρώκειν Hld.4.16
, ([etym.] ὑπ-) Babr.34.2:—[voice] Med., στόρνῠμαι ([etym.] ὑπο-) X. Cyr.8.8.16: [tense] impf.ἐστόρνυντο Theoc.22.33
, Call.Aet.3.1.16: [tense] fut. : [tense] aor. ἐστορεσάμην, [dialect] Ep. στ-, Theoc.13.33, A.R.1.375, ([etym.] ὑπ-) Ar.Ec. 1030; alsoἐστρωσάμην Theoc.21.7
:—[voice] Pass., στρώννῠμαι (v.l. στορέννυμαι) Sch. Theoc.7.57d; ὑποστορένυσθαι is f.l. in Thphr.Char.22.5: [tense] aor.ἐστορέσθην Plu.2.787e
, D.C.67.14, ([etym.] κατ-) Hp.VM19;ἐστορήθην Hsch.
; ἐστρώθην ([etym.] κατ-) D.S.14.114: [tense] pf. ἐστόρεσμαι ([etym.] ὑπ-) Philostr.VA6.10; , E.Med. 380, Th.2.34, etc.: [tense] plpf.ἐστόρεστο D.C.74.13
, Him.Ecl.13.2; alsoἔστρωτο Il.10.155
, Hdt.7.193:— spread the clothes over a bed, λέχος στορέσαι spread or make up a bed, Il.9.621, 660; so δέμνια, ῥῆγος σ., Od.4.301, 13.73; ;κλίνην στρώσαντες Hdt.6.139
; ;λέκτρα σοι ἀντὶ γάμων ἐπιτύμβια AP7.604
(Paul. Sil.) (also in [voice] Med.,ἐστόρνυντο τὰ κλισμία Call.
l.c.): abs., make a bed,χαμάδις στορέσας Od.19.599
;στρῶσον ἡμῖν ἔνδον Macho
ap. Ath.13.581b, cf. Act.Ap.9.34.b generally, spread, strew, ἀνθρακιὴν ς. Il.9.213;φιτροὺς σ. καθύπερθεν ἐλαίης A.R.1.405
; [στιβάδας] εἰς ὁδόν Ev.Marc. 11.8
: also in [voice] Med., freq. in Theoc., as 13.33, al.2 spread smooth, level, πόντον ς. Od.3.158, cf. h.Hom.33.15, Theoc.7.57, etc.;τὸ κῦμα ἔστρωτο Hdt.7.193
;στόρεσεν πόντον οὐρία B.12.129
;αἰθὴρ νήνεμος ἐστόρεσεν δίνας A.R.1.1155
; χρηστὴν ἡμῖν ἡ θάλαττα τὴν γαλήνην ἐστ. Alciphr.1.1; metaph., calm, soothe,ἀτέραμνον στορέσας ὀργήν A. Pr. 192
(anap.); [φθόνου] στορεσθέντος Plu.2.787e
.b level, lay low,πλάτανον δαπέδοις AP9.247
(Phil.): metaph.,Μήδων δύναμιν Simon.90
;λῆμα μὲν οὔπω στόρνυσι χρόνος τὸ σόν E.Heracl. 702
(anap.); .3 ὁδὸν ς. pave a road, IGRom.4.1431.5, al. ([place name] Smyrna), dub. in IG12(5).229.7 ([place name] Paros):—[voice] Pass.,ἐστρωμένη ὁδός Hdt.2.138
; ἔδαφος λίθων πλαξὶ λείαις ἐστρ. Luc.Am.12, cf. D.C.67.14.II strew or spread with a thing,μυρσίνῃσι τὴν ὁδόν Hdt.7.54
, cf. 8.99;πέδον πετάσμασιν A.Ag. 909
, cf. 921; saddle a horse, provide a mount, τινι POxy.138.22 (vii A.D.):—[voice] Pass., Pl.R. 372b; of a room, to be furnished with στρώματα, Ev.Marc.14.15; πλοῖον.. ἐστρωμένον καὶ σεσανιδωμένον dub. sens. in PLond.3.1164 (h) 7 (iii A.D.). (Cf. Skt. stṛṇómi, stṛṇā´mi 'strew', Lat. sterno, Engl. strew.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόρνυμι
См. также в других словарях:
οὐρία — οὐρίᾱ , οὔριος with a fair wind fem nom/voc/acc dual οὐρίᾱ , οὔριος with a fair wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱ , οὐρία fem nom/voc/acc dual οὐρίᾱ , οὐρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίᾳ — οὐρίᾱͅ , οὔριος with a fair wind fem dat sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱͅ , οὐρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ουρία — βιοχ. ιατρ. επίθημα αντιδάνειων επιστημονικών όρων το οποίο δηλώνει την παρουσία στα ούρα τού χαρακτηριστικού ή συστατικού που δηλώνεται από το θέμα τής αντίστοιχης λέξης (πρβλ. γαλλ. aceton urie > ακετον ουρία, acid urie > οξυ ουρία, αγγλ … Dictionary of Greek
ουρία — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… … Dictionary of Greek
-ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά … Dictionary of Greek
ούρια — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… … Dictionary of Greek
ουρία — η (ιατρ.), συστατικό των ούρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὔρια — οὔριον ward neut nom/voc/acc pl οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίας — οὐρίᾱς , οὔριος with a fair wind fem acc pl οὐρίᾱς , οὔριος with a fair wind fem gen sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱς , οὐρία fem acc pl οὐρίᾱς , οὐρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔρι' — οὔρια , οὔριον ward neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔριε , οὔριος with a fair wind masc voc sg οὔριε , οὔριος with a fair wind masc/fem voc sg οὔριαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρίαι — οὐρίᾱͅ , οὔριος with a fair wind fem dat sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱͅ , οὐρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)