-
1 ηττημένων
ἡσσάομαιto be less: perf part mp fem gen pl (attic)ἡσσάομαιto be less: perf part mp masc /neut gen pl (attic)ἡσσάομαιto be less: pres part mp fem gen pl (attic)ἡσσάομαιto be less: pres part mp masc /neut gen pl (attic)ἡσσάομαιto be less: perf part mp fem gen pl (attic)ἡσσάομαιto be less: perf part mp masc /neut gen pl (attic)ἡττάωto be less: perf part mp fem gen plἡττάωto be less: perf part mp masc /neut gen plἡττάωto be less: pres part mp fem gen plἡττάωto be less: pres part mp masc /neut gen plἡττάωto be less: perf part mp fem gen pl (attic ionic)ἡττάωto be less: perf part mp masc /neut gen pl (attic ionic) -
2 ἡττημένων
ἡσσάομαιto be less: perf part mp fem gen pl (attic)ἡσσάομαιto be less: perf part mp masc /neut gen pl (attic)ἡσσάομαιto be less: pres part mp fem gen pl (attic)ἡσσάομαιto be less: pres part mp masc /neut gen pl (attic)ἡσσάομαιto be less: perf part mp fem gen pl (attic)ἡσσάομαιto be less: perf part mp masc /neut gen pl (attic)ἡττάωto be less: perf part mp fem gen plἡττάωto be less: perf part mp masc /neut gen plἡττάωto be less: pres part mp fem gen plἡττάωto be less: pres part mp masc /neut gen plἡττάωto be less: perf part mp fem gen pl (attic ionic)ἡττάωto be less: perf part mp masc /neut gen pl (attic ionic)
См. также в других словарях:
ἡττημένων — ἡσσάομαι to be less perf part mp fem gen pl (attic) ἡσσάομαι to be less perf part mp masc/neut gen pl (attic) ἡσσάομαι to be less pres part mp fem gen pl (attic) ἡσσάομαι to be less pres part mp masc/neut gen pl (attic) ἡσσάομαι to be less perf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρούπολις — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Στη Θράκη. Σύμφωνα με μαρτυρία του Πλούταρχου, την ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος το 334 π.Χ. στη χώρα των ηττημένων Μαίδων Θρακών. Όπως μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά, «τους μεν βαρβάρους εξαπήλασε, συμμείκτους δε… … Dictionary of Greek
Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… … Dictionary of Greek
Βέργκα, Τζοβάνι — (Giovanni Verga, Κατάνη 1840 – 1922). Ιταλός συγγραφέας. Γόνος πλούσιας οικογένειας, άρχισε να σπουδάζει νομικά, αλλά διέκοψε γρήγορα για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία. Η δραστηριότητά του στα γράμματα άρχισε στην Κατάνη με τη δημοσιογραφία και το… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
κυνηγοί κεφαλών — Λαοί που διατηρούν ως έθιμο την αποκοπή της κεφαλής του ηττημένου εχθρού, τη διατήρησή της και την ανάδειξή της. Ο στολισμός του πολεμιστή με το κρανίο του νικημένου ως είδος τροπαίου αποτελεί τυπικό γνώρισμα αρκετών πρωτόγονων φυλών, ιδίως της… … Dictionary of Greek