Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡττημένης

  • 1 ηττημένης

    ἡσσάομαι
    to be less: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
    ἡσσάομαι
    to be less: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
    ἡσσάομαι
    to be less: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
    ἡττάω
    to be less: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
    ἡττάω
    to be less: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
    ἡττάω
    to be less: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ηττημένης

  • 2 ἡττημένης

    ἡσσάομαι
    to be less: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
    ἡσσάομαι
    to be less: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
    ἡσσάομαι
    to be less: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
    ἡττάω
    to be less: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
    ἡττάω
    to be less: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
    ἡττάω
    to be less: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ἡττημένης

См. также в других словарях:

  • ἡττημένης — ἡσσάομαι to be less perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) ἡσσάομαι to be less pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) ἡσσάομαι to be less perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) ἡττάω to be less perf part mp fem gen sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπά — (Spaa). Βελγική λουτρόπολη στην επαρχία Λιέγης, με 10.000 κατ. Στη λουτρόπολη υπάρχει αξιόλογος ναός του 1880. Τα ιαματικά της νερά θεραπεύουν καρδιακές και νεφρικές παθήσεις. Η πόλη συνδέεται με τη Συνδιάσκεψη του Σ. (5 16 Ιουλίου 1920), στην… …   Dictionary of Greek

  • σπα — (Spaa). Βελγική λουτρόπολη στην επαρχία Λιέγης, με 10.000 κατ. Στη λουτρόπολη υπάρχει αξιόλογος ναός του 1880. Τα ιαματικά της νερά θεραπεύουν καρδιακές και νεφρικές παθήσεις. Η πόλη συνδέεται με τη Συνδιάσκεψη του Σ. (5 16 Ιουλίου 1920), στην… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …   Dictionary of Greek

  • επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»