-
1 ησυχη
иногда ἡσυχῇ, дор. ἁσυχᾷ adv.1) спокойно, неподвижно(κατακεῖσθαι Arph.)
ἔχ΄ ἡ. Plat. — подожди, не торопись2) спокойно, тихоγελάσας ἡ. Plat. — тихо засмеявшись ( или улыбнувшись)
3) ласково, кротко(μετέρχεσθαί τινα Eur.)
4) тихо, медленно, неторопливо(βαδίζειν, γράφειν Plat.)
5) доверительно, секретноτοῖς, ἐν τῇ ξυνωμοσίᾳ εἴρητο ἡ. μέ ἐπ΄ αὐτοῖς τοῖς ὅπλοις περιμένειν Thuc. — участникам заговора было по секрету сказано, чтобы они у самих постов не оставались
-
2 υποφθεγγομαι
произносить тихо или вполголоса Plat.ἡσυχῇ ὑπεφθέγξατο Luc. — он тихо и спокойно сказал;
ὑπεφθέγγετο τυφλόν Plut. — (собака) ответила приглушенным лаем;ὑ. τινί τι Plut. — вполголоса сказать что-л. кому-л. -
3 ήσυχος
η, ο [ος, ον ]1) спокойный; тихий; мирный; безмятежный; η θάλασσα είναι -η море спокойно;περνώ ήσυχη ζωή — вести тихую жизнь;
2) спокойный, сдержанный; тихий, кроткий, мягкий (о человеке);3) спокойный, тихий, нешумный; безлюдный;§ έχω ήσυχο το κεφάλι μου — ни о чём не задумываться, не беспокоиться; — ни над чем не ломать себе голову;
μείνε ήσυχ, όλα θα κανονισθούν — будь спокоен, всё уладится
См. также в других словарях:
ησυχή — ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α) επίρρ. 1. ήρεμα, ήσυχα 2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγά («ἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.) 3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.) 4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεση («ἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν… … Dictionary of Greek
ἡσυχῆ — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχῇ — ἡσυχάω pres subj mp 2nd sg (doric) ἡσυχάω pres ind mp 2nd sg (doric) ἡσυχάω pres subj act 3rd sg (doric) ἡσυχάω pres ind act 3rd sg (doric) ἡσυχάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ἡσυχάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἡσυχάω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχῆι — ἡσυχῇ , ἡσυχάω pres subj mp 2nd sg (doric) ἡσυχῇ , ἡσυχάω pres ind mp 2nd sg (doric) ἡσυχῇ , ἡσυχάω pres subj act 3rd sg (doric) ἡσυχῇ , ἡσυχάω pres ind act 3rd sg (doric) ἡσυχῇ , ἡσυχάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ἡσυχῇ , ἡσυχάω pres ind mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήσυχος — η, ο επίρρ. α 1. ήρεμος: Ήσυχη βραδιά. – Ήσυχη θάλασσα. – Ήσυχη συνείδηση. 2. μέρος όπου δεν υπάρχουν θόρυβοι ή άλλες ενοχλήσεις: Ήσυχο σπίτι. – Ήσυχη γειτονιά. 3. ο απαλλαγμένος από φροντίδες και στενοχώριες: Ήσυχη ζωή. 4. αυτός που δεν ενοχλεί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
осклабитисѧ — ОСКЛАБ|ИТИСѦ (8*), ЛЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Улыбнуться, усмехнуться: Боголишивыи же смѣхъмь възнесеть гласъ свои. мѹжь же мѹдръ одъва осклабитьсѧ. (ἡσυχῇ μειδιοσει) Изб 1076, 180; то же ѹслышавъ б҃одъхновеныи оц҃ь нашь ѳеѡдосии. осклабивъс˫а лицьмь и мало … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отаи — (68) нар. Тайно, тайком, украдкой: ѡбаче се вид˫а зълоѥ. ли къ своѥмѹ храмѹ ѡтаи прилѣзъшю. и съвьршима˫а раздрѹшающѹ. (λοϑρα) ЖФСт к. XII, 54; изиде отаи из домѹ. ЖФП XII, 30г; отаи сѹботѹ чьтѹще. и ина июдеиска˫а творѧще. (λαϑραίως) КЕ XII,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ευσυνείδητος — η, ο (ΑΜ εὐσυνείδητος, ον) (για πράξη, εργασία κ.λπ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ευσυνειδησίας, που έχει γίνει με ευσυνειδησία, εντιμότητα και σοβαρότητα (α. «ευσυνείδητη εργασία» β. «εὐσυνείδητον πρᾱγμα») νεοελλ. εκείνος που έχει συνείδηση τών… … Dictionary of Greek
θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… … Dictionary of Greek