Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἡσύχασα

  • 1 легко

    1. επίρ. ελαφρά, εύκολα κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. είναι ελαφρό, εύκολο• ξαλαφρώνω•

    это не так легко αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο•

    мне стало так легко ξαλάφρωσα πολύ, ησύχασα.

    || εύθυμα, χαρούμενα, καλά.
    εκφρ.
    сказать – με τα λόγια είναι εύκολο (εννοείται ότι στην πράξη είναι δύσκολο)•
    легче на поворотах! – (απλ.) πρόσεχε καλά στα λόγια σου ή τα έργα σου!•
    час от часу не легче – όλο και χειρότερα ή πιο δύσκολα.

    Большой русско-греческий словарь > легко

См. также в других словарях:

  • ἡσύχασα — ἡσύχᾱσα , ἡσυχάω aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἡσυχάζω keep quiet aor ind act 1st sg ἡσυχάζω keep quiet aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ησυχάζω — ησυχάζω, ησύχασα, ησυχασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • (η)συχάζω — ησύχασα, ησυχασμένος 1. αμτβ., ηρεμώ, είμαι ήσυχος: Μόνον αν πεθάνει θα ησυχάσει. – Ησυχάζει το σπίτι όταν φεύγει το παιδί. 2. αναπαύομαι, κοιμάμαι: Έπεσε στο κρεβάτι για να ησυχάσει λίγο. 3. απαλλάσσομαι από ανησυχίες ή πόνους: Αν δεν έβλεπε με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναύξητος — η, ο 1. αυτός που δεν αυξήθηκε, αμεγάλωτος: Η πατρική περιουσία έμεινε αναύξητη. 2. (γραμμ.), «αναύξητα ρήματα», τα ρήματα που δεν παίρνουν αύξηση, π.χ. αρχίζω άρχισα, ορίζω όρισα, ησυχάζω ησύχασα, καθίζω κάθισα κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πονοκέφαλος — ο 1. πόνος στο κεφάλι, κεφαλόπονος, κεφαλαλγία: Δεν ησύχασα όλη τη μέρα από τον πονοκέφαλο. 2. μτφ., πρόβλημα δύσκολο, υπόθεση δυσχερής: Μεγάλος πονοκέφαλος τα κληρονομικά μας θέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡσυχάσας — ἡσυχά̱σᾱς , ἡσυχάω pres part act fem acc pl (doric) ἡσυχά̱σᾱς , ἡσυχάω pres part act fem gen sg (doric) ἡσυχά̱σᾱς , ἡσυχάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχά̱σᾱς , ἡσυχάζω keep quiet fut part act fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχάσασα — ἡσυχά̱σᾱσα , ἡσυχάω aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχάσᾱσα , ἡσυχάζω keep quiet aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχάσασαν — ἡσυχά̱σᾱσαν , ἡσυχάω aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχάσᾱσαν , ἡσυχάζω keep quiet aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχάσασι — ἡσυχά̱σᾱσι , ἡσυχάω aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχάσᾱσι , ἡσυχάζω keep quiet aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχάσασιν — ἡσυχά̱σᾱσιν , ἡσυχάω aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχάσᾱσιν , ἡσυχάζω keep quiet aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»