-
1 ησυχιότητος
-
2 ἡσυχιότητος
См. также в других словарях:
ἡσυχιότητος — ἡσυχιότης quiet disposition fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ησυχιότητος
2 ἡσυχιότητος
ἡσυχιότητος — ἡσυχιότης quiet disposition fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)