Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἡρῷα

См. также в других словарях:

  • ἡρῴα — ἡρῴᾱ , ἡρώιος fem nom/voc/acc dual ἡρῴᾱ , ἡρώιος fem nom/voc sg (doric aeolic) ἡρώϊα , ἡρῷον shrine of a hero neut nom/voc/acc pl (ionic) ἡρῴ̱ᾱ , ἡρῷος the heroic measure fem nom/voc/acc dual ἡρῴ̱ᾱ , ἡρῷος the heroic measure fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡρῷα — ἡρῷον shrine of a hero neut nom/voc/acc pl ἡρῷος the heroic measure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥρωα — ἥρω̆α , ἥρως hero masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡρῷ' — ἡρῷα , ἡρῷον shrine of a hero neut nom/voc/acc pl ἡρῷα , ἡρῷος the heroic measure neut nom/voc/acc pl ἡρῷε , ἡρῷος the heroic measure masc voc sg ἡρῷαι , ἡρῷος the heroic measure fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡρῴαν — ἡρῴᾱν , ἡρώιος fem acc sg (doric aeolic) ἡρῴ̱ᾱν , ἡρῷος the heroic measure fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡρῶια — ἡρῷα , ἡρῷος the heroic measure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»