-
1 ἡρώϊσσα
-
2 ηρώισσα
ἡρῴ̱σσᾱ, ἡρῷσσαfem nom /voc /acc dualἡρωίζωwrite heroic verse: aor ind act 1st sg (epic)ἡρωίζωwrite heroic verse: aor ind act 1st sg (epic) -
3 ἡρώισσα
ἡρῴ̱σσᾱ, ἡρῷσσαfem nom /voc /acc dualἡρωίζωwrite heroic verse: aor ind act 1st sg (epic)ἡρωίζωwrite heroic verse: aor ind act 1st sg (epic) -
4 ηρώϊσσα
η см. ηρωίδα -
5 ἡρώϊσσα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡρώϊσσα
-
6 ἡρῷσσα
-
7 ἡρῷσσα
A v. ἡρώϊσσα. [full] ἡρωστής, = ἡρωϊστής, Keil-Premerstein Dritter Bericht117 ([place name] Tire).
См. также в других словарях:
ηρώισσα — η (Α ἡρώισσα και συνηρ. τ. ἡρῷσσα) ηρωίδα νεοελλ. το πρωτεύον γυναικείο πρόσωπο ενός λογοτεχνικού έργου («και τής ηρώισσας κάποιου βιβλίου ρομαντικού», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. ισσα (πρβλ. βασίλ ισσα)] … Dictionary of Greek
ἡρώισσα — ἡρῴ̱σσᾱ , ἡρῷσσα fem nom/voc/acc dual ἡρωίζω write heroic verse aor ind act 1st sg (epic) ἡρωίζω write heroic verse aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… … Dictionary of Greek
ήρως — ἥρως, ὁ, θηλ. ἡρωΐς και ἡρώισσα και ἡρῷσσα και ἡρωΐνη (AM) βλ. ήρωας … Dictionary of Greek
ηρώσσα — ἡρῷσσα (Α) βλ. ηρώισσα … Dictionary of Greek