-
1 ἡπατουργός
ἡπᾰτουργός, όν,A liver-destroying, epith. of Perseus, who killed the sea-monster by leaping down its throat sword in hand, Lyc.839.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡπατουργός
-
2 ἡπατουργός
ἡπατ-ουργός, die Leber (übh. Eingeweide) zerwirkend, zum Weissagen -
3 ηπατουργόν
ἡπατουργόςliver-destroying: masc /fem acc sgἡπατουργόςliver-destroying: neut nom /voc /acc sg -
4 ἡπατουργόν
ἡπατουργόςliver-destroying: masc /fem acc sgἡπατουργόςliver-destroying: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ηπατουργός — ἡπατουργός, όν (Α) (για τον Περσέα) αυτός που κόβει το ήπαρ για μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + ουργός < έργον (πρβλ. δραματ ουργός, κερατ ουργός)] … Dictionary of Greek
ἡπατουργόν — ἡπατουργός liver destroying masc/fem acc sg ἡπατουργός liver destroying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek