-
1 ηπατιτις
См. также в других словарях:
ἡπατῖτις — of fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπατῖτιν — ἡπατῖτις of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гепатит — Микрофотография клеток печени, поражённой ал … Википедия
Вирусный гепатит B — Гепатит (греч. ἡπατῖτις от греч. ἥπαρ, «печень») общее название острых и хронических диффузных воспалительных заболеваний печени различной этиологии. Содержание 1 Этиология гепатитов … Википедия
SYCOTINA Aloe — recentioribus dicta est, quae vererib. Graecis ἡπατὶς vel ἡπατὶτις, hepatis seu hepatica. Συκωτον enim pro iecore infima Graecia dixit, quod priscis proprie notabat iecur anseris vel porculi ficis pasti solum, latine Ficatum, Gall. Foye. Inde… … Hofmann J. Lexicon universale
ανικτερικός — ή, ό αυτός που δεν συνοδεύεται από ίκτερο («ανικτερική ηπατίτις») … Dictionary of Greek
ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… … Dictionary of Greek
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek
ἡπατίτιδας — ἡπατί̱τιδας , ἡπατῖτις of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπατίτιδες — ἡπατί̱τιδες , ἡπατῖτις of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπατίτιδος — ἡπατί̱τιδος , ἡπατῖτις of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)