-
1 ηνιοστρόφου
-
2 ἡνιοστρόφου
-
3 ἡνιοστρόφος
ἡνιοστρόφ-ος (parox.), ὁ,II ἡνιόστροφος, ον, [voice] Pass., guided by reins,ἡνιοστρόφου δρόμου A.Ch. 1022
(sed leg. ἡνιοστροφῶ).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡνιοστρόφος
См. также в других словарях:
ἡνιοστρόφου — ἡνιόστροφος charioteer masc gen sg ἡνιοστρόφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)