Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἡμίπλεθρον

См. также в других словарях:

  • ημίπλεθρον — ἡμίπλεθρον, τὸ (Α) μονάδα μέτρησης εμβαδού ίση προς μισό πλέθρο, δηλαδή με πενήντα τετραγωνικούς πόδες …   Dictionary of Greek

  • ἡμίπλεθρον — half neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιπλέθρου — ἡμίπλεθρον half neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίπλεθρα — ἡμίπλεθρον half neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»