Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡμίοπος

См. также в других словарях:

  • ημίοπος — ἡμίοπος, ον (Α) 1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.) 2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα 3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον ἥμισυ»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπος < οπή (πρβλ. πολύ οπος)] …   Dictionary of Greek

  • ἡμίοπος — with half its holes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίοπον — ἡμίοπος with half its holes masc/fem acc sg ἡμίοπος with half its holes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόπους — ἡμίοπος with half its holes masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόπων — ἡμίοπος with half its holes masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίοποι — ἡμίοπος with half its holes masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»