-
1 ημίοπος
-
2 ἡμίοπος
-
3 ημιοπος
21) имеющий (лишь) половину отверстийἡ. αὐλός Anacr. — свирель с тремя отверстиями ( вместо обычных шести)
2) неполный, маленький Aesch. -
4 ἡμίοπος
A with half its holes, ἡ. αὐλοί flutes with only three holes, Anacr.20; ἡ. (without αὐλός), ὁ, used metaph. of something small, A.Fr.91.II ἡμίοπον· ἥμισυ, Gal.19.102.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίοπος
-
5 ἡμίοπος
-
6 ημίοπον
ἡμίοποςwith half its holes: masc /fem acc sgἡμίοποςwith half its holes: neut nom /voc /acc sg -
7 ἡμίοπον
ἡμίοποςwith half its holes: masc /fem acc sgἡμίοποςwith half its holes: neut nom /voc /acc sg -
8 ημιόπους
-
9 ἡμιόπους
-
10 ημιόπων
-
11 ἡμιόπων
-
12 ημίοποι
-
13 ἡμίοποι
См. также в других словарях:
ημίοπος — ἡμίοπος, ον (Α) 1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.) 2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα 3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον ἥμισυ»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπος < οπή (πρβλ. πολύ οπος)] … Dictionary of Greek
ἡμίοπος — with half its holes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίοπον — ἡμίοπος with half its holes masc/fem acc sg ἡμίοπος with half its holes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόπους — ἡμίοπος with half its holes masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόπων — ἡμίοπος with half its holes masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίοποι — ἡμίοπος with half its holes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek