-
1 ἡμιόδελος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιόδελος
См. также в других словарях:
ημιωδέλιον — ἡμιωδέλιον, τὸ (Α) βλ. ημιωβόλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οδελός «οβολός», το ω λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
1 ἡμιόδελος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιόδελος
ημιωδέλιον — ἡμιωδέλιον, τὸ (Α) βλ. ημιωβόλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οδελός «οβολός», το ω λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek