-
1 ἡμιφόριον
ἡμι-φόριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιφόριον
См. также в других словарях:
ημιφόριον — ἡμιφόριον, τὸ (Α) (αντί ημιφάριον*) μισό ιμάτιο, δηλαδή κοντό εξωτερικό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φοριον (< φορώ), πρβλ. οινο φόριον, σημο φόριον] … Dictionary of Greek