-
1 ἡμι-τμήξ
-
2 ἡμιτμήξ
ἡμι-τμήξ, ῆγος, u. ἡμί-τμητος, halb zerschnitten
См. также в других словарях:
ημιτμήξ — ἡμιτμήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) κομμένος στη μέση, διχοτομημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τμηξ (< τμήγω «κόβω», με αντίστροφη παραγωγή), πρβλ. απο τμήξ] … Dictionary of Greek