-
1 ἡμι-σταδιαῖος
ἡμι-σταδιαῖος, ein halbes Stadium lang, Luc. V. H. 1, 40.
-
2 ἡμισταδιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμισταδιαῖος
-
3 ἡμισταδιαῖος
-
4 ημισταδιαιος
См. также в других словарях:
ημισταδιαίος — ἡμισταδιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μήκος μισού σταδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σταδιαίος (< στά διον)] … Dictionary of Greek