Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἡμι-πᾰγής

См. также в других словарях:

  • ευπαγής — εὐπαγής, ές (ΑΜ) (για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός αρχ. 1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος 2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα 3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο 4. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ημιπαγής — ἡμιπαγής, ές (Α) ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ νεοελλ. ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος τού προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα αρχ. 1. (μτφ. για τη μάθηση)… …   Dictionary of Greek

  • οξυπαγής — ὀξυπαγής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερή άκρη, μυτερός 2. ακανθώδης, αγκαθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πᾱγης (< θ. πᾱγ τού πήγνυμι), πρβλ. ημι παγής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπαγής — ές, Α 1. αυτός που κατασκευάζεται για πρώτη φορά ή ο νεοκατασκευασμένος 2. φρ. «τὸ πρωτοπαγὲς σχῆμα» λέγεται για καταρράκτη τών ματιών που μόλις αρχίζει να εκδηλώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. ἐ πά γην),… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»