-
1 ἡμι-πέπανος
ἡμι-πέπανος, halb reif, Sp.; auch ἡμι-πέπειρος, Hesych.
-
2 ἡμιπέπανος
См. также в других словарях:
ημιπέπανος — ἡμιπέπανος, ον (Α) κατά το ήμισυ ώριμος, μισοωριμασμένος, μισογινωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πέπανος «ώριμος» < πεπαίνω «ωριμάζω» με αντίστροφη παραγωγή < πέπων «ώριμος»] … Dictionary of Greek