-
1 ἡμιμάραντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιμάραντος
См. также в других словарях:
ημιμάραντος — ἡμιμάραντος, ον (Α) σχεδόν μαραμένος, μισομαραμένος, μισόξερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μαραντος (< μαραίνω), πρβλ. α μάραντος] … Dictionary of Greek